Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ, ο αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών Ίαν Φλέμινγκ, είχε βαθιά κατανόηση των σκοτεινών τεχνών και του τρόπου με τον οποίο τα γεγονότα διαμορφώνουν ένα μοτίβο. «Μία φορά είναι σύμπτωση», έγραψε, «Δύο φορές είναι σύμπτωση. Τρεις φορές, είναι ενέργεια του εχθρού».
Ο σκιώδης πόλεμος της Ρωσίας εναντίον των ευρωπαϊκών δημοκρατιών βρίσκεται πολύ πέρα από το τριπλό κριτήριο του Φλέμινγκ. Πρόσφατη ανάλυση της CEPA (Center for European Policy Analysis) έδειξε πάνω από 38 ύποπτες επιθέσεις τους τελευταίους περίπου τρεις μήνες. Η πιο πρόσφατη, ένα εκτεταμένο σχέδιο εκτροχιασμού τρένων στην Πολωνία στις 15 Νοεμβρίου, φέρει τα συνήθη αποτυπώματα των ολοένα και πιο απρόβλεπτων ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών, σύμφωνα με την πολωνική κυβέρνηση.
Τους τελευταίους μήνες, οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν ένα πρωτοφανές κύμα υβριδικών επιθέσεων, που κυμαίνονται από ανοιχτές παραβιάσεις εναερίου χώρου από ρωσικά αεροσκάφη και drones έως παραπλάνηση σημάτων GPS πάνω από τη Βαλτική και ύποπτα περιστατικά με drones πάνω από στρατιωτικές εγκαταστάσεις και αεροδρόμια.
Η Ρωσία πιθανότατα θα δοκιμάσει πολύ σύντομα τη συλλογική αμυντική δέσμευση του ΝΑΤΟ, δήλωσε στο Politico ο αρχηγός της Σουηδικής Άμυνας, στρατηγός Μάικλ Κλίσον, καθώς η Μόσχα κλιμακώνει την εκστρατεία υβριδικών επιθέσεων εναντίον της Ευρώπης.
«Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, όπου χρησιμοποιούν σχετικά μικρά μέσα και δημιουργούν πολλά αποτελέσματα», δήλωσε ο Κλίσον. Προειδοποίησε δε, ότι η Μόσχα πιθανότατα δεν θα σταματήσει να δοκιμάζει τη συμμαχία, είτε η προσπάθεια των ΗΠΑ να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει αποτέλεσμα είτε όχι.
«Η Δύση βρίσκεται σε συστημική σύγκρουση με τη Ρωσία, που θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να λυθεί. Ουσιαστικά μιλάμε για μια γενιά… αυτό δεν θα εξαφανιστεί με πιθανή εκεχειρία ή συμφωνία ειρήνης στην Ουκρανία» πρόσθεσε.
Αυτή η πραγματικότητα θα πρέπει να οδηγήσει σε αλλαγή προτεραιοτήτων, υποστηρίζουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, δεδομένου ότι οι χώρες επικεντρώνονται υπερβολικά στην μελλοντική απειλή επανασύνθεσης του συμβατικού στρατού της Ρωσίας, αντί στις τρέχουσες προσπάθειές της να εκμεταλλευτεί τις διαιρέσεις στην Ευρώπη. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους προειδοποίησε ότι η Μόσχα μπορεί να είναι ικανή να εξαπολύσει επίθεση σε κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ ήδη από το 2028.
Τι επιδιώκει η Ρωσία;
Η έκθεση της CEPA στις 19 Νοεμβρίου για τον σκιώδη πόλεμο εξέτασε τα κίνητρα της Ρωσίας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «Οι επιχειρήσεις πληροφοριών και μέσω αντιπροσώπων δίνουν στο Κρεμλίνο επιλογές κλιμάκωσης που βρίσκονται κάτω από το όριο του ανοιχτού πολέμου, αλλά ασκούν πραγματική πίεση στη δυτική κοινή γνώμη, στον ρυθμό και τη συνοχή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, και στην ικανότητα αντίδρασης των δυτικών θεσμών ασφάλειας και άμυνας. Με άλλα λόγια, επιτρέπουν στη Μόσχα να διευρύνει τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία χωρίς να διευρύνει τον πόλεμο».
Η Ρωσία δεν αποθαρρύνεται ούτε από τις επιχειρήσεις που αποτυγχάνουν, επειδή δημιουργείται διαταραχή και αίσθηση απειλής, υπενθυμίζοντας στη Δύση ότι βρίσκεται υπό επίθεση. Ο ευρύτερος στόχος του Κρεμλίνου είναι ουσιαστικά να εμπλακεί σε μια συνεχή αντιπαράθεση με τη Δύση χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της υπονόμευσης, της δολιοφθοράς και της εξαπάτησης, σύμφωνα με τη CEPA.
Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα εξαπολύσουν στρατιωτικές επιθέσεις ως απάντηση, κάτι που η Ρωσία γνωρίζει πολύ καλά. Η απάντηση περιορίζεται στο σχεδιασμό των υπηρεσιών πληροφοριών του ΝΑΤΟ και ό,τι μπορούν να κινητοποιήσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως αποτροπή. Αξιοσημείωτo είναι δε, το γεγονός ότι οι επιθέσεις έχουν προκαλέσει ελάχιστα σχόλια ή καταδίκη από τις ΗΠΑ.
Πολιτικοί λόγοι πίσω από τη λέξη «πόλεμος»
Όμως, είναι η κατάσταση τόσο αποκαλυπτική ώστε να δικαιολογεί τη λέξη πόλεμος, είναι ένα ερώτημα που θέτει το Spectator. Μέχρι στιγμής, το κύριο κόστος για τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν καθυστερήσεις στα αεροδρόμια και ουσιαστικά ασήμαντες παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Η αλήθεια είναι ότι τόσο οι Ρώσοι όσο και οι δυτικοί ηγέτες «επικαλούνται τον πόλεμο» για πολιτικούς λόγους.
Στη Ρωσία, καθώς το οικονομικό κόστος αυξάνεται, ο ισχυρισμός ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο με το ΝΑΤΟ βοηθά στο να καταστούν οι θυσίες πιο «εύπεπτες». Το ίδιο ισχύει και στην Ευρώπη. Είναι σαφές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένει από τους Ευρωπαίους να πληρώσουν τον λογαριασμό για τη σύγκρουση της Ουκρανίας. Η συζήτηση περί πολέμου κάνει πιο εύκολη την αποδοχή του τιμήματος που πρέπει να πληρωθεί.
Όταν ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ρωτήθηκε από πού θα μπορούσε να προέλθει η χρηματοδότηση για τις αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, υπέδειξε τα συστήματα συντάξεων, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό δύσκολα θα γίνει δημοφιλές στους ευρωπαίους πολίτες κουρασμένους από την λιτότητα. Μήπως λοιπόν η προοπτική αυτή του πολέμου, θα έκανε πιο εύκολη αυτή τη «θυσία»;
Δηλώσεις όπως αυτή του Πιστόριους (προετοιμαζόμαστε για πόλεμο) μπορούν να δικαιολογήσουν στον ευρωπαϊκό πληθυσμό την ανάγκη για μεγαλύτερες αμυντικές επενδύσεις. Επίσης, η κλιμάκωση της ρητορικής έναντι της Ρωσίας ενισχύει τη συνοχή σε ορισμένα κράτη‑μέλη και μπορεί να ενισχύσει την αναγκαιότητα κοινών ευρωπαϊκών αμυντικών πρωτοβουλιών.
Πόσο ρεαλιστικός είναι ένας πόλεμος σήμερα;
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι παραβιάσεις εναέριου χώρου και οι επιθέσεις με drones σε Πολωνία/Ρουμανία δείχνουν ότι η Ρωσία δοκιμάζει κάποια ευρωπαϊκά κράτη, όχι μόνο την Ουκρανία.
Μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί «δοκιμή αποφασιστικότητας» και αν η Δύση φοβηθεί, η Ρωσία μπορεί να εντείνει ως μοχλό πίεσης.
Ωστόσο, ένας ανοικτός πόλεμος Ρωσίας – Ευρώπης δεν θα είναι εύκολος ούτε φθηνός: η Ρωσία έχει στρατηγικό πυρηνικό πλεονέκτημα και ένα στρατιωτικό χτύπημα μπορεί να οδηγήσει σε πολύ υψηλό κόστος για κάθε πλευρά.
Η Ευρώπη αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής, γι’ αυτό και ενισχύει τις αμυντικές της ικανότητες, αλλά η απόφαση για στρατιωτική κλιμάκωση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη και οδυνηρή και δεν είναι βέβαιο ότι όλα τα κράτη-μέλη θα συμφωνούσαν σε πλήρη εμπλοκή.
Μήπως τότε όλο αυτό είναι ένας τρόπος για να «στηρίξει» η Ευρώπη την αμυντική της βιομηχανία; Σίγουρα, μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες σημαίνουν συμβόλαια, επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης και ενίσχυση της αμυντικής παραγωγής. Αυτό μπορεί να υποστηρίζει όχι μόνο στρατηγική αποτροπής αλλά και οικονομικά συμφέροντα.
Όμως, εάν η αμυντική βιομηχανία κερδίζει υπερβολικά από την κλιμάκωση της ρήσης «έρχεται πόλεμος», υπάρχει κίνδυνος να αυτοτροφοδοτεί την ένταση πολιτικά, δηλαδή να κάνει την απειλή αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επιπλέον, η υπερβολικά «φοβική» αφήγηση μπορεί να αποδυναμώσει δημοκρατικές διαδικασίες: η κοινωνία μπορεί να αποδεχτεί πιο εύκολα περιορισμούς ή επενδύσεις σε άμυνα χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, στο όνομα της ασφάλειας.