Τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που εμφανίζει η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας την τελευταία τριετία, παρά το γεγονός πως η οικονομική ανάπτυξη παραμένει υποτονική, αναλύει η Alpha Bank.
Ειδικότερα, το πρώτο τρίμηνο του 2025 περίπου 154 εκατ. εργαζόμενοι απασχολούνταν στην Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ), ενώ το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών στο 6,2% τον Ιούλιο.
Δεδομένων των διαρθρωτικών ακαμψιών της Ευρώπης, πολλοί αναλυτές και διεθνείς οργανισμοί ανέμεναν ότι η απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το 2022, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας στη ΖτΕ. Αντ' αυτού, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά, με εξαιρετικά χαμηλό κόστος όσον αφορά την απασχόληση. Παρακάτω αναλύονται ορισμένοι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή τη δυναμική της αγοράς εργασίας.
Ο πρώτος παράγοντας είναι διαρθρωτικός και αφορά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται εν αναμονή της αυξανόμενης γήρανσης του πληθυσμού στην Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία. Τα οικονομικά κίνητρα στο πλαίσιο του σχεδίου NextGeneration της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), έχουν ενθαρρύνει τις μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής, όπως την αδήλωτη εργασία, τον καθορισμό των μισθών, τις δεξιότητες, την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, τα κίνητρα για εργασία, καθώς και την κοινωνική ένταξη. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας συνέβαλαν στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (απασχολούμενοι και άνεργοι), ιδιαίτερα από μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους και γυναίκες (“Explaining the resilience of the euro area labour market between 2022 and 2024”, ECB, 8/2024). Για παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας της Ισπανίας και της Ελλάδας (δύο χώρες που έχουν ποσοστό ανεργίας υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) που έγιναν το 2019 και 2020, ενίσχυσαν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση την απασχόληση κατά την περίοδο 2021-2024.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η ικανοποιητική κερδοφορία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που καταγράφηκε την περίοδο 2022-2023. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης του 2022, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πέτυχαν να αυξήσουν το μερίδιο κερδών τους (μακροοικονομικά ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του αποπληθωριστή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) και του μοναδιαίου κόστους εργασίας). Αυτή η εξέλιξη συνδυάστηκε με τη συγκρατημένη αύξηση των πραγματικών μισθών που μείωσε το κόστος εργασίας και στήριξε την κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθιστώντας την εργασία πιο ελκυστική. Και οι δύο δυναμικές οδήγησαν σε συσσώρευση εργατικού δυναμικού (labour hoarding) στους περισσότερους κλάδους την περίοδο 2022-2023. Με άλλα λόγια, οι εργοδότες έχουν προσλάβει ή διατηρήσει περισσότερους εργαζόμενους από όσους χρειάζονται. Τούτο συνέβη επειδή οι εργοδότες θεωρούσαν τη συσσώρευση προσωπικού λιγότερο δαπανηρή από την επαναπρόσληψη αργότερα, σε ένα πλαίσιο μεταπανδημικής έλλειψης εργατικού δυναμικού και αναντιστοιχίας δεξιοτήτων λόγω τεχνολογικών αλλαγών. Επιπλέον, η ανησυχία για μελλοντική έλλειψη εργατικού δυναμικού –που πιθανώς ενισχύθηκε από τις δημογραφικές προοπτικές της Ευρώπης– έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο. Ωστόσο, από τα τέλη του 2024 παρατηρείται μία «ομαλοποίηση» της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων της ΖτΕ αντιστοιχούσε περίπου στο 39% της ΑΠΑ στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, μειωμένο σχεδόν κατά 40% από το υψηλό επίπεδο των ετών 2022-2023 (“Europe's Strengthening Labor Market: An Economic Gear Shift”, S&P Global, Σεπτέμβριος 2025). Η ομαλοποίηση των κερδών υποδηλώνει ότι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας θα ευθυγραμμιστεί περισσότερο με την αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη, αλλά και με την αύξηση της ζήτησης, κυρίως λόγω της πρόσφατης μείωσης των επιτοκίων.
Ο τρίτος παράγοντας που εξηγεί την ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας είναι η μεγάλη αύξηση των θέσεων εργασίας στον κλάδο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και ιδιαίτερα της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) στην Ευρώπη, η οποία έχει αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τη μείωση των παραδοσιακών θέσεων εργασίας στον κλάδο της μεταποίησης. Η μείωση στη μεταποίηση προκλήθηκε από τον υψηλό ανταγωνισμό από την Κίνα, ιδίως στην αυτοκινητοβιομηχανία, και από το ενεργειακό σοκ που οδήγησε ορισμένους κατασκευαστές να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους εκτός Ευρώπης. Μία στις πέντε νέες θέσεις εργασίας αφορά τον κλάδο ΤΠΕ, ο οποίος έχει δημιουργήσει τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη σε σχέση με την προπανδημική περίοδο. Αυτή η αύξηση καταγράφηκε, κυρίως, στα πεδία του προγραμματισμού υπολογιστών, τη συμβουλευτική και των συναφών υπηρεσιών (“Europe's Strengthening Labor Market: An Economic Gear Shift”, S&P Global, Σεπτέμβριος 2025). Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Indeed (Hiring Lab, Economic Research by Indeed) το μερίδιο των αγγελιών θέσεων εργασίας που αφορούν ειδικά τον κλάδο της AI έχει αυξηθεί τα τελευταία έτη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.