Ζαλίζουν τους Έλληνες παραγωγούς οι απαιτήσεις της Κομισιόν για την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά.
Χθες η Κομισιόν παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς η χώρα μας δεν προχώρησε σε τροποποίηση του ειδικού καθεστώτος του φόρου κατανάλωσης για τα δύο συγκεκριμένα ποτά, με κατάργηση της έκπτωσης 50% στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης για το εμφιαλωμένο τσίπουρο και την τσικουδιά αλλά και του μειωμένου συντελεστή που ισχύει για τους «διήμερους αποσταγματοποιούς» ο οποίος είναι στο 6% του κανονικού συντελεστή φόρου κατανάλωσης, όπως της είχε ζητηθεί με αιτιολογημένη γνώμη από το Σεπτέμβριο του 2015.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, θα πρέπει να επιβάλλεται ο ίδιος συντελεστής φόρου κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα που παρασκευάζονται από αιθυλική αλκοόλη με ορισμένες εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις που προβλέπονται ρητώς από τη νομοθεσία της ΕΕ και πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά κάτι που ισχύει στην Ελλάδα για το ούζο.
Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς που ισχύει στην Ελλάδα αποτελεί παράβαση της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που ευνοεί ένα αλκοολούχο ποτό εγχώριας παραγωγής έναντι των αλκοολούχων ποτών που παράγονται σε άλλα κράτη-μέλη.
Η απαίτηση αυτή της ΕΕ, η οποία πλέον θα απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά την παραπομπή της Ελλάδας, πρακτικά οδηγεί και στην αύξηση των τιμών στα συγκεκριμένα προϊόντα που σήμερα επιβαρύνονται με χαμηλότερους φόρους από τα άλλα αλκοολούχα.
Το τσίπουρο και η τσικουδιά είναι παραδοσιακά αλκοολούχα ποτά τα οποία παράγονται σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και στην Κρήτη ενώ και τα δύο έχουν προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη. Μάλιστα βάσει της ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας, «διήμεροι» παραγωγοί τσίπουρου χαρακτηρίζονται οι νόμιμοι αμπελουργοί που μετά την οινοποίηση αποστάζουν τα στέμφυλά τους για μέγιστο διάστημα τεσσάρων 48ώρων (διημέρων). Για να αποκτήσουν δικαίωμα απόσταξης απαιτούνται προϋποθέσεις όπως η βεβαίωση αμπελοκτημοσύνης και ισχύουν περιορισμοί στη διάθεση του προϊόντος. Εφόσον αυτοί τηρούνται, το προς παραγωγή χύμα τσίπουρο φορολογείται κατ' αποκοπή και προκαταβολικά με 1,4 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης ή 0,59 ευρώ το κιλό, ποσό αισθητά χαμηλότερο από τον ΕΦΚ 12,75 ευρώ ανά λίτρο καθαρής αλκοόλης που πληρώνουν οι αποσταγματοποιοί αντίστοιχων εμφιαλωμένων προϊόντων.
Ωστόσο η συγκεκριμένη αγορά στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική στρέβλωση για την οποία οι εκπρόσωποι του κλάδου εκτιμούν ότι η ενδεχόμενη αύξηση του ΕΦΚ θα επιδεινώσει καθώς κάθε χρόνο στην Ελλάδα παράγονται και διακινούνται μεγάλες ποσότητες παράνομου χύμα προϊόντος.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, κάθε χρόνο δηλώνονται ότι παράγονται 5-7 εκατ. κιλά χύμα τσίπουρο διημέρων, ενώ η παραγόμενη ποσότητα του «επίσημου» τσίπουρου αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του δηλωμένου χύμα τσίπουρου (δεν ξεπερνάει τα 3 εκατ. λίτρα) και μόνο στο 1/10 του πραγματικού όγκου χύμα τσίπουρου που παράγεται κάθε χρόνο.
Στοιχεία του ΣΕΑΟΠ και του ΙΟΒΕ, μόνο για το 2014 δείχνουν ότι λαθραία διακινήθηκαν 24 εκατ. λίτρα χύμα «τσίπουρου διημέρων παραγωγών», με τις απώλειες φορολογικών εσόδων να υπολογίζονται σε 300 εκατ. ετησίως και τις δηλωμένες ποσότητες να ανέρχονται περίπου στα 7 εκατομ. λίτρα. Στον αντίποδα σύμφωνα με στοιχεία από το Γενικό Χημείο, που υπέστησαν την επεξεργασία Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) η παραγωγή σε εκατομμύρια λίτρα καθαρής αλκοόλης ήταν στα 18,6 εκατ. το 2010, το 2014 η παραγωγή ήταν 17,4 εκατομμύρια λίτρα. Ουσιαστικά για κάθε 2 λίτρα παράνομου τσίπουρου κυκλοφορεί 1 λίτρο νόμιμου επώνυμου.