Καθώς πλησιάζει η καταληκτική προθεσμία της 9ης Ιουλίου για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το εμπόριο με τις ΗΠΑ, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον φαίνεται να οδεύουν προς μια βασική συμφωνία, αφήνοντας τη διευθέτηση κάποιων λεπτομερειών-διαφωνιών για τους τομείς για αργότερα.
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ φέρεται να κινούνται προς μια συμφωνία που θα έχει τη μορφή πολιτικής συνεννόησης για την επίλυση των εμπορικών διαφορών πριν από την προθεσμία της 9ης Ιουλίου και όχι προς μία συνολική συμφωνία. Προς αυτό πιέζουν και κορυφαίες επιχειρήσεις της ΕΕ, καθώς φοβούνται ότι μία κλιμάκωση της εμπορικής έντασης θα έπληττε επικίνδυνα τα συμφέροντά τους.
«Εάν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία, το πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι ένα γενικό πλαίσιο ή μια συμφωνία αρχής - κάτι που, λόγω των χρονικών περιορισμών, θα μοιάζει με το είδος της συνεννόησης που έχουν επιτύχει οι ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο ή ακόμα και με την Κίνα», δήλωσε στο Euronews ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ.
«Δεν θα πρόκειται για μια λεπτομερή, συνολική εμπορική συμφωνία, αλλά μάλλον για μια πολιτική συνεννόηση που θα θέτει τις βάσεις για πιο συγκεκριμένες ρυθμίσεις στο μέλλον», πρόσθεσε.
Η πιθανή συμφωνία συζητήθηκε σε συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα, με αξιωματούχους της Κομισιόν να ενημερώνουν τους πρεσβευτές της ΕΕ για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Οι πρέσβεις ενημερώθηκαν επίσης για μια νέα αντιπρόταση των ΗΠΑ, η οποία δεν προσέφερε κάτι πιο συγκεκριμένο», δήλωσε ένας από τους διπλωμάτες.
Και οι δύο πλευρές υπό πίεση
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ βρίσκονται υπό πίεση από την προθεσμία της 9ης Ιουλίου, μετά την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει να επιβάλει δασμούς 50% στις εισαγωγές της ΕΕ εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν.
Από τα μέσα Μαρτίου, η Ουάσινγκτον έχει εφαρμόσει μια νέα πολιτική που θέτει υπό αμφισβήτηση τις εμπορικές της σχέσεις με εταίρους σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι ΗΠΑ επιβάλλουν επί του παρόντος δασμούς 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο της ΕΕ, 25% στα αυτοκίνητα και 10% σε όλες τις εισαγωγές της.
Μετά από εβδομάδες άκαρπων συζητήσεων, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - η οποία έχει την εντολή να διαπραγματεύεται εκ μέρους των 27 κρατών μελών σε εμπορικά θέματα - και της κυβέρνησης Τραμπ ξεκίνησαν στα μέσα Ιουνίου, αλλά το αποτέλεσμά τους παραμένει αμφίβολο, μολονότι υπάρχει μία νότα αισιοδοξίας από την ΕΕ για την επίτευξη συμφωνίας.
Η Επιτροπή αρχικά πρότεινε μια συμφωνία μηδενικών δασμών για τα βιομηχανικά προϊόντα και έκανε μία προσφορά για περισσότερες αγορές στρατηγικών αγαθών, όπως το αμερικανικό LNG. Αλλά τώρα φαίνεται να κλίνει προς μια συμφωνία που θα διατηρούσε ένα βασικό δασμό 10% στις εισαγωγές της ΕΕ. Στη συνέχεια, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν χαμηλότερους δασμούς σε στρατηγικούς τομείς όπως τα αεροσκάφη, δεδομένου ότι οι διατλαντικές γραμμές παραγωγής είναι αλληλεξαρτώμενες.
Διαφορές μεταξύ των χωρών
Ωστόσο, τα κράτη μέλη είναι διχασμένα σχετικά με μια πιθανή συμφωνία με βασικό δασμό 10%. Η Γερμανία και η Ιταλία φέρεται να είναι υπέρ, ενώ χώρες όπως η Ιρλανδία και η Γαλλία παραμένουν πιο επιφυλακτικές.
«Εάν οι ΗΠΑ διατηρήσουν τον ανταποδοτικό δασμό στο 10%, θα πρέπει να υπάρξει αποζημίωση για αγαθά και προϊόντα που εισάγονται από τις ΗΠΑ», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις 26 Ιουνίου μετά από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, σημειώνοντας ότι ο φόρος πρέπει να είναι ο ίδιος - 10%.
Ένας δεύτερος διπλωμάτης της ΕΕ δήλωσε στο Euronews ότι η συμφωνία θα μπορούσε να είναι σκόπιμα σύντομη για να καταλήξουν τα δύο μέρη σε περαιτέρω και πιο λεπτομερείς συμφωνίες σε διαφορετικούς τομείς. Δεν αποκλείεται επίσης ορισμένοι τομείς να μπορούν να αντιμετωπιστούν ενώ άλλοι όχι, συμπλήρωσε.
Τι ζητούν οι κορυφαίες επιχειρήσεις της Ευρώπης
Την ίδια στιγμή, μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Mercedes-Benz και ο γαλλικός κολοσσός πολυτελών προϊόντων LVMH, ηγούνται μιας εταιρικής προσπάθειας που αποδυναμώνει τις προσπάθειες της ΕΕ να αντισταθεί στις απειλές δασμών του Ντόναλντ Τραμπ.
Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα ανώτατα στελέχη έχουν πραγματοποιήσει συναντήσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Οι πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν την πίεση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις Βρυξέλλες για μια γρήγορη συμφωνία και την αφαίρεση εμβληματικών αμερικανικών προϊόντων - όπως το μπέρμπον - από έναν κατάλογο προϊόντων που θα στοχευθούν ως αντίποινα για την αποτροπή της πιθανότητας κλιμάκωσης, σύμφωνα με το Bloomberg, επικαλούμενο πηγές.
Υποκινούμενες από ανησυχίες για τα κέρδη τους και την ανταγωνιστική τους θέση, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ασκούν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση τόσο δημόσια όσο και κατ΄ιδίαν, καθώς πλησιάζει η προθεσμία της 9ης Ιουλίου για την επίτευξη συμφωνίας για την αποφυγή δασμών 50%. Εάν μια συμφωνία αποδειχθεί μη ικανοποιητική, η Κομισιόν πρότεινε δασμούς σε αμερικανικές εξαγωγές προς την Ευρώπη αξίας περίπου 95 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αυτό που ζητά η βιομηχανία είναι να μειωθεί ο κατάλογος των αμερικανικών προϊόντων με τους δασμούς στα 70 δισεκατομμύρια ευρώ, ανέφεραν οι πηγές, κάτι στο οποίο όμως δεν συμφωνεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εν μέσω ανησυχιών για υποβάθμιση του πακέτου.
Τα επιχειρήματα των κορυφαίων CEOs
Στο επίκεντρο της εταιρικής αντίδρασης βρίσκονται επικερδείς εμπορικοί δεσμοί με τις ΗΠΑ που οι ευρωπαϊκές εταιρείες δύσκολα μπορούν να εγκαταλείψουν. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι εταιρείες ιατρικού εξοπλισμού επωφελούνται από τις υψηλότερες τιμές και τα ευρύτερα περιθώρια κέρδους στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα βασίζονται σε λογισμικό της Silicon Valley και σε αμερικανικά κατασκευασμένα εξαρτήματα. Τα κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ τροφοδοτούν επίσης τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες στα ηλεκτρικά οχήματα, τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στην ιατρική και τη βιοτεχνολογία. Ο συνδυασμός αυτός κάνει πολλούς διευθύνοντες συμβούλους να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε μια δυναμική αντίδραση της ΕΕ.
«Υπάρχει η αντίληψη ότι η τιμωρία των Αμερικανών εξαγωγέων θα βοηθούσε την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Απλώς δεν είναι αλήθεια», δήλωσε στο Bloomberg ο Όλιβερ Μπισάζα, διευθύνων σύμβουλος της ομάδας λόμπι MedTech Europe, η οποία εκπροσωπεί εταιρείες όπως Philips, Bayer και Siemens Healthineers. «Εάν η ΕΕ προβεί σε αντίποινα, ο τομέας θα πληγεί δύο φορές και το κόστος παραγωγής ιατρικών συσκευών θα αυξηθεί».