Ισχυρό «σήμα κινδύνου» για το μέλλον της αγροδιατροφής και εν γένει για την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας εκπέμπει σύσσωμη η βιομηχανία τροφίμων, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ορατές ολοένα και περισσότερο, αυξάνοντας τον κίνδυνο για ελλείψεις σε βασικά είδη διατροφής. Ελλείψεις που στο μέλλον θα μοιάζουν αναπόφευκτες, καθώς η κλιματική κρίση απειλεί ανοιχτά τον πρωτογενή τομέα, επηρεάζοντας σε πρωτόγνωρα επίπεδα την παραγωγή σε μια σειρά από βασικά αγροδιατροφικά προϊόντα.
Και όλα αυτά ενώ ο ΟΗΕ προειδοποιεί πως στο μέλλον οι διατροφικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι ακόμα μεγαλύτερες...
«Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε το ελαιόλαδο. Η μειωμένη παραγωγή εκτίναξε τις τιμές στα ύψη. Φέτος οι τιμές αποκλιμακώνονται. Τώρα όμως έχουμε το κακάο. Όταν η τιμή του κακάο θα αποκλιμακωθεί, θα προκύψει κάτι άλλο. Κάτι καινούργιο θα προκύπτει συνέχεια. Η κλιματική κρίση είναι εδώ και θα είναι… και αυτό σημαίνει προβλήματα. Ελλείψεις τροφίμων και αυξήσεις τιμών», προειδοποίησε πρόσφατα ο πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου METRO AEBE, Αριστοτέλης Παντελιάδης.
Πέραν του κακάο, αναφέρθηκε και σε μια σειρά άλλων προϊόντων, όπως ο καφές και το μοσχαρίσιο κρέας, οι τιμές των οποίων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα λόγω προβλημάτων στο μέτωπο της παραγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος, όπως υποστήριξε, που στο μέλλον δεν μπορούν να αποκλειστούν εξάρσεις στις τιμές συγκεκριμένων κατηγοριών προϊόντων.
«Τον τελευταίο χρόνο οι τιμές του κακάο έχουν τετραπλασιαστεί, οι τιμές του καφέ έχουν διπλασιαστεί, στα βοοειδή οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 50% και στη γαλοπούλα κατά 100%», αποκάλυπτε πριν από μερικές ημέρες και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), Ιωάννης Γιώτης, από το βήμα της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒΤ, προειδοποιώντας πως είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος η κλιματική κρίση να επηρεάσει την επάρκεια βασικών πρώτων υλών στο μέλλον.
Σε αυτό το ευμετάβλητο περιβάλλον κρίνεται πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη για επενδύσεις, πρόσθεσε στη συνέχεια ο κ. Γιώτης, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ο καταναλωτής είναι η περιουσία της βιομηχανίας τροφίμων. «Είμαστε εμείς που διασφαλίζουμε την επισιτιστική ασφάλεια των πολιτών, με σκληρή δουλειά και πνεύμα συνεργασίας στεκόμαστε δίπλα στα ελληνικά νοικοκυριά. Συγκρατήσαμε τις τιμές και δεν εφησυχάζουμε ποτέ», ανέφερε.
Ως ένα από τα τρία μεγαλύτερα ρίσκα για την επιχειρηματικότητα στο μέλλον χαρακτήρισε την κλιματική κρίση και τις τρομακτικές της επιπτώσεις και ο πρόεδρος του ΔΣ του ΣΕΒ και επικεφαλής της Bespoke Holdings, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, με μακρά επιχειρηματική παράδοση στον κλάδο των τροφίμων που ξεπερνά τις τέσσερις δεκαετίες. «Η κλιματική κρίση θα φέρει το μεγαλύτερο πρόβλημα στη γεωργία και αυτό δεν ξέρω πως θα το αντιμετωπίσουμε», σχολίαζε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη εκδήλωση του ΣΕΒ.
«Το θέμα του νερού μας απασχολεί πολύ. Μπορεί στην Ελλάδα να έχουμε ως τώρα μικρότερα προβλήματα σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία όπου είδαν μεγάλες μειώσεις στην παραγωγή λόγω έλλειψης νερού, αλλά το θέμα της άρδευσης είναι σοβαρό. Η χώρα χρειάζεται μεγάλα αρδευτικά έργα για να μην υπάρξουν προβλήματα στο μέλλον. Πρέπει να βλέπουμε μπροστά», δήλωνε πρόσφατα στους δημοσιογράφους η διοίκηση της Agrino, της ελληνικής εταιρείας με ηγετικά μερίδια στην ελληνική αγορά ρυζιού.
Άλλωστε η βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα συνιστά τον μεγαλύτερο κλάδο της μεταποίησης με τζίρο σχεδόν 20 δισ. ευρώ, εξαγωγές άνω των 7 δισ. ευρώ και μέλη της περί τις 2.000 επιχειρήσεις.
«SOS» εκπέμπουν και τα πυρηνόκαρπα φρούτα
Την ίδια ώρα και οι παραγωγοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον αφανισμό χιλιάδων στρεμμάτων παραγωγής χρόνο με το χρόνο, με το μέλλον να προδιαγράφεται εξαιρετικά αβέβαιο.
Ενδεικτικό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα μέλη του νεοσύστατου Αγροτικού Συνεταιρισμού Οπωροκηπευτικών και Βάμβακος Πέλλας που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Πέλλας, στα χωριά Δαμιανό και Γιαννιτσά και στην περιοχή της Φλώρινας, στο χωριό Μανιάκι.
Όπως αποκάλυψαν πρόσφατα στους εκπροσώπους του Τύπου τα μέλη του συνεταιρισμού, μεγάλη είναι η ζημιά που έχουν δεχθεί τα πυρηνόκαρπα φρούτα και δη ροδάκινα, βερίκοκα και κεράσια, με τους εαρινούς παγετούς που συνέβησαν τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο να προκαλούν πλήγμα στην παραγωγή σε ποσοστό ακόμα και 90%.
Την ώρα που οι 25 παραγωγοί - μέλη του συνεταιρισμού σχεδίαζαν να ανοιχτούν στην αγορά της Γαλλίας και να εξάγουν τα προϊόντα τους στα γαλλικά ράφια, η μειωμένη παραγωγή λόγω των συνεπειών της κλιματικής κρίσης άλλαξε άρδην τα σχέδιά τους.
Η ζημιά στη φετινή παραγωγή αγγίζει το 90% στα επιτραπέζια ροδάκινα, το 80% στα βερίκοκα, ενώ στα κεράσια υπάρχει πλήρη καταστροφή, με αποτέλεσμα τόσο τη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους όσο και την αδυναμία ουσιαστικά συμμετοχής σε προγράμματα εξαγωγών.
Και όλα αυτά ενώ ο συνεταιρισμός προσπαθεί να διεισδύσει στην αγορά της Γαλλίας μέσω της συμμετοχής του στο πρόγραμμα «Fruitilisious from Europe», συνολικού ύψους 1 εκατ. ευρώ, το οποίο αφορά σε μια τριετή καμπάνια συγχρηματοδοτούμενη από την ΕΕ, με στόχο την προώθηση ποιοτικών φρούτων στις αγορές της Ελλάδας και της Γαλλίας
Ενδεικτικό της ανησυχητικής κατάστασης που διαμορφώνεται για την εγχώρια παραγωγή είναι το γεγονός ότι ενθουσιασμένοι με τα ελληνικά φρούτα, οι Γάλλοι ζήτησαν από τον συνεταιρισμό 500 τόνους ροδάκινα, απαίτηση η οποία όμως δεν μπορεί να εκπληρωθεί λόγω της μεγάλης μείωσης της παραγωγής.
Μπροστά σε αυτό το εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον, η επιστημονική κοινότητα κρίνει επιτακτική την ανάγκη ο γεωργικός τομέας της χώρας να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα που έχει επιφέρει η κλιματική αλλαγή, λαμβάνοντας μέτρα και δράσεις με στόχο τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών και την εναλλαγή αυτών με στόχο τη βελτίωση της ανθεκτικότητάς τους και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της αποδοτικότητάς τους.
Τι πρεσβεύουν οι καταναλωτές για το περιβάλλον
Την ίδια στιγμή, όπως προκύπτει από νέα έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), δύο στους τρεις καταναλωτές θεωρούν σημαντική την προστασία του περιβάλλοντος στην αγορά τροφίμων, αλλά μόνο ένας στους επτά είναι διατεθειμένος να πληρώσει περισσότερα χρήματα για αυτή.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έρευνα που αποτυπώνει τις στάσεις των καταναλωτών αναφορικά με την περιβαλλοντική τους συνείδηση και τις καταναλωτικές τους επιλογές, όπως αυτές σχετίζονται με την παραγωγή προϊόντων, τη συσκευασία και τη λιανική πώληση, δύο στους τρεις περίπου καταναλωτές θεωρούν σημαντικά τα θέματα περιβάλλοντος. Καταγράφεται προτίμηση για πρακτικές με μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, όπως η επιθυμία για λιγότερες πλαστικές συσκευασίες στα τρόφιμα (57%), επιθυμία για μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων που επιλέγουν (63%) και επιθυμία τα προϊόντα να παράγονται με φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές (65%).
Ωστόσο, η θετική στάση δεν φαίνεται να μεταφράζεται σε ανάλογη αγοραστική συμπεριφορά. Μόλις το 17% των καταναλωτών, δηλαδή ένας στους επτά δηλώνει πρόθυμος να πληρώσει περισσότερο για προϊόντα των οποίων η παραγωγή δεν επιβαρύνει το περιβάλλον, ενώ το ίδιο ποσοστό δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει για αγορές σε καταστήματα που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον. Ενδεικτικό είναι ότι το 37% δηλώνει ότι ανάμεσα σε δύο ίδια προϊόντα από τα οποία το ένα δεν επιβαρύνει το περιβάλλον θα επέλεγαν πάντα το φθηνότερο.
Παράλληλα με την περιβαλλοντική στάση καταγράφεται και ένα κοινό με σχετικά χαμηλή σπατάλη τροφίμων, κάτι που δείχνει την ευαισθησία του κοινού σε οικονομικά θέματα και εμμέσως συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Η αποφυγή της σπατάλης τροφίμων συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς μειώνει την ανάγκη για υπερπαραγωγή, περιορίζει την κατανάλωση φυσικών πόρων (όπως νερό και ενέργεια) και μειώνει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που συνδέονται με την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διάθεση των απορριπτόμενων τροφίμων.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σχεδόν τα μισά νοικοκυριά (59%) δηλώνουν ότι πετούν ένα ποσοστό των τροφίμων που αγοράζουν, ενώ ένα επιπλέον 41% ισχυρίζεται ότι δεν πετά καθόλου τρόφιμα. Παρότι τα ποσοστά σπατάλης είναι συγκρατημένα, πρέπει να σημειωθεί ότι παραδοσιακά οι καταναλωτές τείνουν να υποεκτιμούν τη σπατάλη τους (παροχή κοινωνικά επιθυμητών απαντήσεων), ενώ ακόμα και αυτά τα χαμηλά ποσοστά αντιστοιχούν σε μεσοσταθμική σπατάλη τροφίμων, η οποία φτάνει τα 40 κιλά ή πάνω από 150 ευρώ ανά νοικοκυριό τον χρόνο, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 3,3% της συνολικής κατανάλωσης τροφίμων.
Επιπλέον, μόλις το 11% θεωρεί ότι το νοικοκυριό του σπαταλά μεγάλη ποσότητα τροφίμων, ενώ η απόρριψη τροφίμων κρίνεται ενοχικά σχεδόν από το σύνολο του κοινού (94%). Όσον αφορά τα αίτια της σπατάλης, ένα σημαντικό ποσοστό 51% αποδίδει τη σπατάλη στην κακή διαχείριση των υπολειμμάτων φαγητού, ενώ το 33% δηλώνει ότι αγοράζει περισσότερα απ' όσα χρειάζεται.
Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image