Σε υψηλό 17 ετών εκτοξεύτηκε η μετοχή της UBS, καθώς ένα νέο πακέτο προτάσεων από ομάδα ισχυρών Ελβετών βουλευτών άνοιξε τον δρόμο για έναν πιθανό συμβιβασμό γύρω από τις αυστηρές κεφαλαιακές απαιτήσεις που σχεδιάζει να επιβάλει η κυβέρνηση. Για μήνες, η UBS βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χρειαστεί να συγκεντρώσει επιπλέον κεφάλαια που θα μπορούσαν να αγγίξουν τα 26 δισ. δολάρια, ένα βάρος που απειλούσε να συμπιέσει τα κέρδη της, να περιορίσει τις μελλοντικές διανομές προς τους μετόχους και να πλήξει την ανταγωνιστικότητά της διεθνώς. Αυτή η αβεβαιότητα λειτουργούσε σαν «σκιά» πάνω από τη μετοχή, συγκρατώντας την πορεία της παρά τα ισχυρά αποτελέσματα του ομίλου.
Η στροφή που παρουσίασαν οι βουλευτές, όμως, έδωσε στους επενδυτές λόγους να αναθεωρήσουν τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις τους. Το κεντρικό σημείο των προτάσεων αφορά τη δυνατότητα της UBS να χρησιμοποιεί ομόλογα AT1 για να καλύψει μέρος των κεφαλαιακών απαιτήσεων των θυγατρικών της στο εξωτερικό, αντί να καλείται να δεσμεύει καθαρό μετοχικό κεφάλαιο. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η τράπεζα θα μπορεί να καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών με πιο φθηνό κεφάλαιο, μειώνοντας το συνολικό κόστος συμμόρφωσης σε σχέση με το αρχικό κυβερνητικό σχέδιο.
Οι βουλευτές άφησαν επίσης ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεχιστεί -έστω εν μέρει- η πρακτική να υπολογίζεται μέρος του software και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ως κεφαλαιακά στοιχεία. Αυτή η δυνατότητα είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση από την κυβέρνηση και η κατάργησή της απειλούσε να αυξήσει ακόμη περισσότερο το απαιτούμενο «μαξιλάρι» κεφαλαιακής επάρκειας της UBS. Ο συνδυασμός των δύο αυτών αλλαγών αντιστρέφει το αφήγημα που είχε δημιουργηθεί: αντί για μια πρωτοφανή επιβάρυνση που πολλοί θεωρούσαν τιμωρητική, αρχίζει να διαμορφώνεται μια πιο ισορροπημένη μεταρρύθμιση, που λαμβάνει υπόψη και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Η χρηματιστηριακή αντίδραση ήταν άμεση. Η μετοχή σημείωσε άνοδο έως και 5% σε μία συνεδρίαση, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή από τον Φεβρουάριο του 2008. Όπως εξήγησαν αναλυτές, αυτό που ώθησε τη μετοχή δεν ήταν τόσο οι τεχνικές λεπτομέρειες των προτάσεων, αλλά το σήμα που εκπέμπουν: ότι το πολιτικό σύστημα της Ελβετίας φαίνεται πρόθυμο να αναζητήσει έναν συμβιβασμό, μακριά από την «ακραία» προσέγγιση που αρχικά προωθούσε το υπουργείο Οικονομικών.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές μίλησαν για την πρώτη πραγματική ένδειξη «φρέσκιας σκέψης» από επίσημο φορέα ως προς τη μεταρρύθμιση. Μέχρι σήμερα, η UBS αντιμετώπιζε το σενάριο των αυστηρότερων παγκοσμίως κεφαλαιακών κανόνων ως το πιθανότερο ενδεχόμενο, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την κερδοφορία της. Η προοπτική ότι το χειρότερο σενάριο δεν θα υλοποιηθεί, από μόνη της, άμβλυνε σημαντικά το ρίσκο που αποτιμούσε η αγορά.
Αν και οι νέες προτάσεις δεν θα συζητηθούν επίσημα στο κοινοβούλιο πριν από το 2027, η ελβετική πολιτική παράδοση των συναινέσεων σημαίνει ότι μπορούν να αποτελέσουν «οδηγό» για την τελική μορφή της μεταρρύθμισης. Επομένως, για τους επενδυτές, η αξία τους είναι κυρίως συμβολική: αποτελούν ένδειξη ότι το πολιτικό σύστημα δεν υιοθετεί άκριτα τις πιο αυστηρές προσεγγίσεις και ότι υπάρχει περιθώριο για ένα πιο ήπιο πλαίσιο.