H ιστορία επαναλαμβάνεται απλώς με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και διαφορετικές κινητήριες δυνάμεις. Απλώς, το διακύβευμα είναι το ίδιο, δισ. δολάρια και το μέλλον της ίδιας της βιομηχανίας ψυχαγωγίας.
Όχι, δεν πρόκειται για την προσπάθεια της Netflix να αποκτήσει τη Warner Bros. Discovery. Είναι ο μακρύς και οδυνηρός αγώνας του Σάμνερ Ρέντστοουν με τον Μπάρι Ντίλερ για τον έλεγχο της Paramount πριν από τρεις δεκαετίες, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι NYT. Το αποτέλεσμα αναδιάταξε τη βιομηχανία ψυχαγωγίας και δημιούργησε μια νέα δυναστεία στο Χόλιγουντ.
Αυτή η διαμάχη αποτελεί καθαρή αντανάκλαση της σημερινής μάχης μεταξύ της Paramount και της Netflix για την Warner Bros. Discovery και μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για την κατανόηση του πώς θα καταλήξει η ιστορία, αλλά και πόσο θα διαρκέσει.
«Ναι, εξελίσσεται σε επανάληψη», είπε ο κ. Ντίλερ, πλέον πρόεδρος της IAC.
- Σκληρή μάχη για την Warner Bros: Πρόταση εξαγοράς 108,4 δισ. από την Paramount κοντράρει την Netflix
Τώρα, όπως και τότε, αυτός που πωλείται - σε αυτή την περίπτωση η Warner Bros. Discovery, μητρική εταιρεία των Warner Bros., HBO και CNN - κατηγορείται ότι διεξάγει μεροληπτική διαδικασία πώλησης που ευνοεί έναν αγοραστή, τη Netflix, εις βάρος των μετόχων. Τώρα, όπως και τότε, ο χαμένος διεκδικητής - σε αυτή την περίπτωση η Paramount και ο διευθύνων σύμβουλός της, Ντέιβιντ Έλισον - αρνείται να αποχωρήσει, επιλέγοντας αντ’ αυτού να ξεκινήσει μια επιθετική προσπάθεια για να αποσπάσει τη συμφωνία από τον ανταγωνιστή.
Ήδη, ο Έλισον ασκεί παρασκηνιακές προσπάθειες προκειμένου να πείσει τους μετόχους της Warner Bros. Discovery να πωλήσουν τις μετοχές τους στην Paramount ούτως ώστε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία. Πίσω δε από τον Έλισον, η οικογένεια του οποίου διατηρεί στενές σχέσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ, φέρεται να βρίσκεται ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος είχε από την πρώτη στιγμή ταχθεί κατά της εξαγοράς από τη Netflix. Η χρηματοδότηση της εξαγοράς της Warner Bros. Discovery από την Paramount στηρίζεται από την Affinity Partners της εταιρείας του Τζάρεντ Κούσνερ, του γαμπρού του Τραμπ, καθώς και από αραβικά κεφάλαια.
Το παρασκήνιο τότε και σήμερα
Ο κ. Ντίλερ είχε τον ρόλο του εχθρικού διεκδικητή στα τέλη του 1993. Η εταιρεία του, QVC, κατηγόρησε την Paramount ότι προσέφερε ευνοϊκή συμφωνία στον κ. Ρέντστοουν και τη Viacom. Αυτή η κίνηση ανάγκασε την Paramount να διαπραγματευτεί υψηλότερη τιμή με τη Viacom, τον αρχικό νικητή της δημοπρασίας.
Μαζί με την προσφορά του, ο κ. Ντίλερ μήνυσε την Paramount, κατηγορώντας την ότι καθοδήγησε την πώληση με τρόπο που έβλαψε τους μετόχους. Ένας δικαστής στο Ντέλαγουερ τελικά τάχθηκε με το μέρος του κ. Ντίλερ και διέταξε την Paramount να επαναλάβει τη διαδικασία και να αφήσει τους μετόχους να ψηφίσουν ανάμεσα στις ανταγωνιστικές προσφορές.
Τελικά, ο κ. Ρέντστοουν επικράτησε και πάλι. Κυβέρνησε μια αυτοκρατορία ψυχαγωγίας, την οποία πέρασε στην οικογένειά του όταν πέθανε το 2020. Το τίμημα; Πλήρωσε 9,7 δισ. δολάρια, πολύ περισσότερα από την αρχική τιμή των 7,5 δισεκατομμυρίων. Η διαμάχη κράτησε μήνες.
Μόλις έλαβε τα νέα, ο κ. Ρέντστοουν σήκωσε το ποτήρι του με σαμπάνια στο δημοφιλές εστιατόριο “21” στο Μανχάταν. «Σε εμάς που νικήσαμε», είπε. Οι μεγαλύτεροι νικητές, φαίνεται, ήταν οι μέτοχοι της Paramount, που κατέληξαν κατά 2 δισεκατομμύρια δολάρια πλουσιότεροι.
Ο κ. Έλισον, σε αντίθεση με τον κ. Ντίλερ, δεν έχει ακόμη αποφασίσει να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Αλλά αν το κάνει, η υπόθεση πιθανότατα θα επικεντρωθεί στο αν η Warner Bros. Discovery παραβίασε τις υποχρεώσεις της απέναντι στους μετόχους όταν επέλεξε τη Netflix ως νικητή αντί της Paramount, δήλωσε στη NYT ο Έρικ Τάλι, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Κολούμπια με ειδίκευση στο εταιρικό δίκαιο και τη διακυβέρνηση.
Αυτό μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να ξεκαθαριστεί, είπε ο κ. Τάλι. Καταρχάς, η Netflix και η Paramount κατέθεσαν προσφορές για διαφορετικά κομμάτια της Warner Bros. Discovery, καθιστώντας δύσκολη μια άμεση σύγκριση. Η Netflix ήθελε τις δραστηριότητες streaming και στούντιο, ενώ η Paramount ήθελε ολόκληρη την εταιρεία, συμπεριλαμβανομένων των τηλεοπτικών δικτύων CNN και TNT Sports. Λόγω αυτού, και οι δύο πλευρές έχουν περιθώριο να υποστηρίξουν ότι η δική τους προσφορά ήταν καλύτερη.
Ο ρόλος των ρυθμιστικών αρχών
Ένας ακόμη σημαντικός αστάθμητος παράγοντας είναι το ποιος από τους δύο - Netflix ή Paramount - έχει περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών στην κυβέρνηση Τραμπ. Ο κ. Έλισον έχει υποστηρίξει ότι έχει καλύτερες πιθανότητες να ολοκληρώσει μια εξαγορά - και μπορεί να έχει, αφού ένας από τους επενδυτές του είναι ο Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρός του προέδρου Τραμπ, είπε ο κ. Τάλι. Αλλά η Netflix έχει προβάλει παρόμοιο επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία της θα λάβει αντιμονοπωλιακή έγκριση εν μέρει επειδή κολοσσοί της τεχνολογίας όπως η Google και το Facebook κάνουν την ευρύτερη αγορά ψυχαγωγίας εντελώς ανταγωνιστική.
Αν η Paramount αυξήσει τελικά την προσφορά της, η Warner Bros. Discovery μπορεί επίσης να υποστηρίξει ότι η συμφωνία με τη Netflix εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των μετόχων, επειδή έφερε την Paramount ξανά στο τραπέζι με ακόμη υψηλότερη τιμή, είπε ο κ. Τάλι.
Αλλά ακόμη κι όταν καταλαγιάσει η σκόνη, μην περιμένετε η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο πλευρών να εξαφανιστεί πλήρως.
Όταν η Viacom κατάφερε τελικά να αποκτήσει την Paramount πριν από τρεις δεκαετίες, ο κ. Ντίλερ έκανε μια χαρακτηριστικά λιτή δήλωση στα μέσα ενημέρωσης, δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμος να προχωρήσει. «Αυτοί κέρδισαν. Εμείς χάσαμε. Πάμε για τα επόμενα».
Η πλευρά της Viacom δεν το άφησε εκεί. Μετά τη συμφωνία, στελέχη της εταιρείας άρχισαν να λένε: «Εμείς κερδίσαμε. Αυτοί έχασαν. Πάμε για τα επόμενα».
Επιστροφή των μεγάλων συμφωνιών
Αυτό ωστόσο που μένει από αυτή τη μάχη που έχει ξεκινήσει είναι ότι επιστρέφουν οι μεγάλες συμφωνίες και μαζί τους η τεράστια όρεξη της Wall Street για ανάληψη χρέους, σημειώνει η WSJ.
Η επιθετική προσφορά της Paramount για την Warner Bros. Discovery αυτή την εβδομάδα, η μοχλευμένη εξαγορά της εταιρείας videogames Electronic Arts νωρίτερα φέτος και άλλα πρόσφατα ντιλς που στηρίζονται σε χρέος έγιναν εφικτές, χάρη στην άνοδο του δανεισμού από τράπεζες και ακόμη και από ορισμένα funds ιδιωτικών πιστώσεων.
Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις μεγάλου μεγέθους, ήτοι όσες αποτιμώνται σε 10 δισ. δολάρια και άνω, άγγιξαν φέτος επίπεδα-ρεκόρ ως προς το συνολικό ποσό, σύμφωνα με τη Dealogic. Μεγάλο μέρος της τιμής αυτών των συμφωνιών πληρώνεται με χρέος.
Οι συμφωνίες με υψηλή μόχλευση σημαίνουν μεγάλα κέρδη για τους μετόχους, αλλά και περισσότερους κινδύνους για τους επενδυτές ομολόγων, τη στιγμή που οι αγορές πιστώσεων εμφανίζουν σημάδια υπερβολικής αισιοδοξίας. Και οι επίδοξοι αγοραστές έχουν πλέον περισσότερες επιλογές από ποτέ: οι εταιρικές εκδόσεις ομολόγων, οι δανειακές γραμμές και η αγορά ιδιωτικών πιστώσεων λειτουργούν όλες ταυτόχρονα με έντονο ρυθμό.
Οι προσδοκίες ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα είναι πιο φιλική προς μεγάλες συγχωνεύσεις ενισχύουν επίσης το μέγεθος των συμφωνιών σε επίπεδα ρεκόρ. Η προσφορά της Paramount για την Warner περιλάμβανε 54 δισ. δολάρια σε δεσμευμένη χρηματοδότηση χρέους από την Bank of America, τη Citigroup και την εταιρεία επενδύσεων Apollo Global Management. Η προσφορά της Netflix περιλάμβανε 59 δισ. δολάρια, με τη στήριξη των Wells Fargo, BNP Paribas και HSBC.