Η στρατηγική της Euronext, οι εξαγορές και η διασυνοριακή ενοποίηση εθνικών χρηματιστηρίων στην Ευρώπη, μοιάζει με μοντέλο… «ομοσπονδιακής διακυβέρνησης». Κάθε χρηματιστήριο που εξαγοράζει η Euronext προορίζεται να διατηρήσει τον τοπικό του χαρακτήρα και, ταυτόχρονα, να επωφεληθεί από τις συνέργειες του ομίλου. Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι.
Μια ματιά σε όσα συνέβησαν στο παρελθόν με τις εξαγορές των χρηματιστηρίων σε Μιλάνο, Όσλο και Δουβλίνο αποκαλύπτει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: Γρήγορες αλλαγές ηγεσίας, συγκέντρωση λειτουργιών, περικοπές προσωπικού.
Μιλάνο, 2021
Το πιο πρόσφατο και πιο «επεισοδιακό» παράδειγμα είναι αυτό του Borsa Italiana. Όταν εξαγοράστηκε από τη Euronext τον Απρίλιο του 2021, ο Raffaele Jerusalmi συμπλήρωνε ήδη μια δεκαετία στη θέση του CEO. Έξι μήνες αφότου ολοκληρώθηκε η εξαγορά, ο Jerusalmi αποχώρησε «κατόπιν κοινής συμφωνίας». Η αποχώρησή του συνέπεσε με αυξανόμενες εντάσεις και αντιδράσεις σχετικά με τη μεταφορά λειτουργιών από το Μιλάνο προς τα κεντρικά του Euronext.
Τη θέση του ανέλαβε τον Δεκέμβριο του 2021 ο Fabrizio Testa, ο οποίος αναβαθμίστηκε από τη θέση του διευθυντή μιας θυγατρικής του Borsa italiana, και υπό την ηγεσία του υλοποιήθηκε η αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων, κυρίως σε επίπεδο εκκαθάρισης συναλλαγών, που είχε σχεδιάσει η Euronext.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου αυξανόταν η δυσαρέσκεια στους κόλπους των εργαζομένων του ιταλικού χρηματιστηρίου. Κορυφώθηκε το 2024, με την πρώτη απεργιακή κινητοποίηση στην ιστορία του Borsa Italiana, μια δίωρη στάση εργασίας το μεσημέρι της 27ης Ιουνίου 2024.
Τα συνδικάτα κατήγγειλαν την απώλεια αυτονομίας της αγοράς, έκαναν λόγο για εργασιακή ανασφάλεια και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας τους, ενώ ανέφεραν ότι «δεκάδες θέσεις εργασίας», σε τομείς όπως η πληροφορική και οι εκκαθαρίσεις συναλλαγών, είχαν περικοπεί και μεταφερθεί εκτός Ιταλίας. Από την πλευρά της η Euronext απαντούσε ότι είχε δημιουργήσει πάνω από 100 θέσεις στην Ιταλία τους προηγούμενους 12 μήνες και ότι οι επενδύσεις της για τη μεταφορά της εκκαθάρισης παραγώγων στην Ιταλία αποτελούσε εγγύηση της δέσμευσής της προς τη χώρα.
Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις του Δουβλίνου και του Όσλο, η εξαγορά του Borsa Italiana είχε προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις ήδη από το στάδιο των διαπραγματεύσεων, υπό τον φόβο ότι κρίσιμες υποδομές θα περνούσαν στον έλεγχο μιας πολυεθνικής οντότητας. Και τρία χρόνια μετά την εξαγορά, η ιταλική κυβέρνηση -που στο μεταξύ είχε αλλάξει, με τα ηνία να περνούν από τον Μάριο Ντράγκι στην Τζόρτζια Μελόνι- καλείτο να διαχειριστεί νέες αντιδράσεις.
Όσλο, 2019
Η Bente A. Landsnes βρισκόταν στο «τιμόνι» του Χρηματιστηρίου του Όσλο από το 2006 και ήταν ο άνθρωπος που καθοδήγησε το Oslo Børs όταν το διεκδικούσαν ταυτόχρονα η Euronext και η Nasdaq, έως ότου κατέληξε στα χέρια της πρώτης τον Ιούνιο του 2019. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, έξι μήνες από την ολοκλήρωση του deal, η Landsnes αποχώρησε. Τη διαδέχθηκε ο Øivind Amundsen, παίρνοντας εσωτερική προαγωγή.
Αν και το συμβόλαιο της Landsnes ήταν προγραμματισμένο να λήξει τον Δεκέμβριο του 2019, το γεγονός ότι αμέσως μετά την αποχώρησή της προχώρησαν πιο εντατικά οι εσωτερικές αλλαγές, με επίκεντρο την ενοποίηση υποδομών, δεν πέρασε απαρατήρητο.
Παρότι δεν υπήρξε έντονη δημοσιότητα, τοπικά μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο στις αρχές του 2020 για περικοπές κάποιων θέσεων εργασίας, για τις οποίες βέβαια ο CΕΟ της Euronext, Stéphane Boujnah, είχε προϊδεάσει από τον Ιούνιο του 2019.
Δουβλίνο, 2018
Η Deirdre Somers, επικεφαλής του Ιρλανδικού Χρηματιστηρίου από το 2007, διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο για την πώλησή του στο Euronext. Η αποχώρησή της ήρθε μόλις τρεις μήνες μετά τo deal του Μαρτίου του 2018 και ανακοινώθηκε ως «προσωπική απόφαση για ένα νέο κεφάλαιο» στην καριέρα της.
Τη διαδέχθηκε τον Οκτώβριο του 2018 ο Daryl Byrne, τότε Αναπληρωτής CEO και Επικεφαλής Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Στο τέλος του 2019, ο Byrne είχε πετύχει μείωση σχεδόν 50% στα λειτουργικά κόστη του ιρλανδικού χρηματιστηρίου, έχοντας περικόψει μεταξύ άλλων 33 από τις 130 θέσεις εργασίας στην εταιρεία.