Υπερβολικές αποδείχθηκαν - όπως αποτυπώθηκε στα τελευταία roadshows - οι προσδοκίες επιτάχυνσης των διαδικασιών περαιτέρω ενοποίησης του κατακερματισμένου ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου. Η απότομη άνοδος του «κύματος» συγχωνεύσεων και εξαγορών υπό τη συνοδεία ενός πιο γαλαντόμου και απλόχερου re - rating για τους πρωταγωνιστές αυτού, έδειξε να ξεφουσκώνει μερικώς, μετακινώντας έτσι και τα «γκολποστ» αξιολόγησης των τραπεζών από μερίδα διαχειριστών.
Η παραπάνω εξέλιξη και η στροφή στα θεμελιώδη λειτούργησε - και λειτουργεί ευεργετικά για τις τέσσερις συστημικές, καθώς υπερτερούν στο πεδίο της πιστωτικής επέκτασης, μαζεύοντας έτσι τη διαφορά σε καθαρά έσοδα από τόκους - στα οποία έχουν υψηλότερη στάθμιση σε σύνολο εσόδων έναντι των ευρωπαϊκών - αλλά και σε επίπεδο κεφαλαιακών δεικτών.
Φοβούνται για θέσεις εργασίας και απώλεια ελέγχου οι κυβερνήσεις...
Κόντρα στα «θέλω» της εποπτικής αρχής για μεγαλύτερες και ισχυρότερες τράπεζες, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ορθώνουν «τείχη» σε μια σειρά κινήσεων εξαγορών, διασυνοριακών και μη, φοβούμενες, ένα πιθανό πλήγμα σε θέσεις εργασίας αλλά και μερική απώλεια ελέγχου. Πρόσφατα, η ισπανική κυβέρνηση μπλόκαρε την εξαγορά της Sabadell από την BBVA, θέτοντας όρους διατήρησης της νομικής και λειτουργικής αυτονομίας των δύο για 3+2 χρόνια, εξέλιξη που όπως όλα δείχνουν θα οδηγήσει σε οπισθοχώρηση της BBVA.
«Φρένο» προσπάθησε να βάλει και η ιταλική κυβέρνηση, μέσω του «golden power», στο ντιλ UniCredit - Banco BPM. Οι περιορισμοί που έθεσε η κυβέρνηση Μελόνι ήρθαν σε ρήξη με το δίκαιο της ΕΕ βάσει του άρθρου 21(4) του κανονισμού για τις ευρωπαϊκές συγχωνεύσεις. Έτσι, εκδόθηκαν διορθωτικά μέτρα, σύμφωνα με εκείνα που προσφέρθηκαν εθελοντικά από την UniCredit (αποχώρηση από 209 υποκαταστημάτα σε περιοχές στις οποίες έχουν κοινή παρουσία οι δύο τράπεζες) που διατήρησαν την ενωσιακή διάσταση, χωρίς το ζήτημα να διαμορφώνει συνθήκες στρέβλωσης του ανταγωνισμού.
Την ίδια στιγμή, η UniCredit προκειμένου να έχει τις «ευλογίες» της ιταλικής κυβέρνησης για την υπόθεση της Banco BPM, φαίνεται να οδεύει προς έξοδο από τη Ρωσία, βάζοντας παράλληλα τέλος σε μια σειρά αρνητικών επιδράσεων που συνδέονται με την 100% θυγατρικής της AO UniCredit, ευθυγραμμιζόμενη με τις κατευθυντήριες γραμμές του επόπτη, λόγω κυρώσεων. Οι κεφαλαιακές πιέσεις που δέχεται ο ιταλικός όμιλος από το ρούβλι, το έμμεσο πλήγμα από διαχειριστές που αποστρέφονται τη Ρωσία λόγω ESG κριτηρίων, και οι παραπάνω πολιτικοί λόγοι επιταχύνουν τις διαδικασίες αποχώρησης από τη Ρωσία.
Αναλυτές υπερασπίζονται τη γραμμή μεγαλύτερης ενοποίησης, εκτιμώντας πως η ικανότητα των τραπεζών να ξεπεράσουν τα όποια πολιτικά εμπόδια όσον αφορά τα M&As, θα κρίνει και την πορεία των μετοχών τους, ειδικά εάν αυτό γίνει με τη «βούλα» της ΕΕ. Επιπλέον, οι κινήσεις που πραγματοποιούνται δημιουργούν πρόσθετη αξία και στις δύο πλευρές κατά την ενοποίηση κατακερματισμένων αγορών, με απόδοση επένδυσης, ROI, στο 15% - 18% περίπου (για παράδειγμα, η Novobanco στην Πορτογαλία εξαγοράστηκε από την BPCE με P/TBV στο 1,9x περίπου).
Εξαγορές άνω των 2,18 δισ. ευρώ από τις συστημικές
Η Ελλάδα, από την άλλη, υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Τρανό παράδειγμα η πρώτη επένδυση ευρωπαϊκής τράπεζας, μετά από αρκετά χρόνια σε ελληνική (UniCredit - Alpha Bank), με περαιτέρω ενίσχυση θέσης (κοντά στο 20,4%) που είχε τις «ευλογίες» επόπτη και κυβέρνησης.
Οι εξαγορές από πλευράς τραπεζών ενέχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και έρχονται ως απόρροια της αντιστροφής του κύκλου - υποχρεωτικής - πώλησης θυγατρικών και δραστικής αναδιάταξης της διεθνούς παρουσίας των τραπεζών κατά τη δεκαετία του 2010. Την ίδια στιγμή, «ψηλώνοντας» ενεργητικό - και μέσω εξαγορών - και αποτιμήσεις δυσχεραίνουν ελαφρώς τους όρους να αποτελέσουν οι ίδιες στόχο, διαφοροποιώντας παράλληλα τόσο γεωγραφικά, όσο και από άποψης «καναλιών», έσοδα και κερδοφορία.
Μέχρι στιγμής τα συνολικά κεφάλαια που έχουν διαθέσει οι συστημικές τράπεζες, υπολογίζονται κοντά στα 2,18 δισ. ευρώ για τις εξαγορές που έχουν υλοποιήσει, δημιουργώντας περαιτέρω αξία για τους μέτοχους τους τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή, διαθέτουν πρόσθετα κεφάλαια της τάξεως των 5 δισ. ευρώ περίπου για έξτρα κινήσεις που θα αφορούν είτε το κομμάτι της ανόργανης ανάπτυξης, στο οποίο αναμένονται πλέον κινήσεις μικρότερης κλίμακας και έντασης, είτε της περαιτέρω ενίσχυσης της οργανικής.
Η Eurobank, διέθεσε περί τα 1,28 δισ. ευρώ για το μεγάλο άνοιγμα στην Κύπρο, μέσω της εξαγοράς της Ελληνικής. Παράλληλα, έχει πρόσθετη «δύναμη πυρός» κοντά στα 1,27 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων μπορεί να στραφεί προς την διεύρυνση του αποτυπώματος σε Βουλγαρία και Λουξεμβούργο. Στο σκέλος της Κύπρου, στα επόμενα τρίμηνα, θα υπάρξει σαφέστερη εικόνα ως προς τις συνέργειες που θα αρχίζουν να ξεδιπλώνονται μεταξύ Ελληνικής και Eurobank Cyprus. Τα βήματα συγχώνευσης προχωρούν, με το νομικό σκέλος αυτής να έχει «μπει ήδη στις ράγες» (στόχος η ολοκλήρωση έως το τρίτο τρίμηνο), ενώ η ολοκλήρωση σε επίπεδο λειτουργικότητας των δύο δομών αναμένεται να ολοκληρωθεί σε βάθος διετίας.
Σύμφωνα με το πλάνο της διοίκησης, οι συνέργειες θα αποφέρουν περίπου 120 εκατ. ευρώ στον όμιλο, με το περίπου 40% να αποτυπώνεται ήδη από το τρέχον έτος. Περίπου 30 εκατ. ευρώ υπολογίζονται από τον εξορθολογισμό της βάσης κόστους (διοικητικά και άλλα έξοδα) ενώ περίπου 25 εκατ. ευρώ έκαστος αναμένονται από την οργανική ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου δανείων (άνω του 1 δισ. ευρώ) και την εξαγορά της ασφαλιστικής CNP και τη συγχώνευση με τις ασφαλιστικές εταιρείες που ανήκουν στην Ελληνική. Περίπου 20 εκατ. ευρώ αφορούν έσοδα από προμήθειες στο σκέλος του wealth και asset management και 20 εκατ. ευρώ θα είναι η εξοικονόμηση από την επαναγορά AT1 και Tier II της Ελληνικής στη βάση του χαμηλότερου κόστους έκδοσης, υπό τη σκέπη της Eurobank.
Η Alpha διέθεσε κάτι λιγότερο από 300 εκατ. ευρώ για τις εξαγορές των Astrobank, Axia Ventures (επένδυση στο δυναμικό της επενδυτικής) και Flexfin (επένδυση κυρίως στην τεχνολογία με έμφαση στην διεύρυνση λύσεων και χρηματοδότησης μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας), ενώ αναζητά την επόμενη κίνησή της στο κυπριακό ασφαλιστικό κλάδο, έχοντας περίπου 1,15 δισ. ευρώ σε πλεονάζοντα κεφάλαια. Η διοίκηση της Alpha ποντάρει πολλά στις παραπάνω εξαγορές. Στη βάση του business plan που ανακοίνωσε με τα αποτελέσματα χρήσης 2024, η τράπεζα αναβάθμισε ROTE και EPS με ορίζοντα το 2027, με τις συναλλαγές να έχουν επίδραση περίπου 60 μονάδες βάσης σε CET1. Η Astrobank αναμένεται να ενισχύσει κατά 60 μονάδες βάσης το ROTE και κατά +5% τα EPS, ενώ η Axia Ventures κατά 15 μονάδες και +1,4% αντίστοιχα (με ξεδίπλωμα συνεργειών). Ο στόχος για ROTE αναβαθμίζεται στο 13%, από 12% και τα κέρδη ανά μετοχή σε άνω των 0,45 ευρώ, από 0,42 ευρώ.
Η Πειραιώς από την άλλη, προχώρησε στην εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής για 600 εκατ. ευρώ (τα 540,06 εκατ. ευρώ σε CVC για το 90,01% και τα υπόλοιπα σε Εθνική) , διαθέτοντας περίπου 500 εκατ. ευρώ σε πλεονάζοντα κεφάλαια. Η Πειραιώς θα «κάψει» κεφάλαια, με επίπτωση 150 μονάδων βάσης εάν και εφόσον δεν υπάρξει ενεργοποιήση Danish Compromise και 100 μονάδες βάσης αν υιοθετηθεί ο μηχανισμός. Προκειμένου να τύχει εξαίρεσης, η τράπεζα αναμένεται να μεταφέρει το «βραχίονα» του asset management στην Εθνική Ασφαλιστική, ώστε να «ψηλώσει» το ενεργητικό της τελευταίας προς τα 6 δισ. ευρώ από περίπου 4 δισ. ευρώ (ενοποίηση θυγατρικής με τη μέθοδο του RWA και συντελεστή 250%) αναζητώντας και άλλες επιλογές σε μια διαδικασία που θα πάρει χρόνο.
Η απόκτηση και ενσωμάτωση της ασφαλιστικής θα εισφέρει σημαντικά στο σκέλος των προμηθειών, ανοίγοντας πολλαπλές συνέργειες, πέραν των στενών ορίων του χώρου των ασφαλίσεων, με την Πειραιώς να αποκτά σημαντική έκθεση και βάθος στο κομμάτι της ασφαλιστικής αγοράς. Από την άλλη, ο δείκτης CET1 αναμένεται να υποχωρήσει προς το 13,3% - 13,7% (χωρίς - με εξαίρεση) που δεν θα της επιτρέψουν εύκολα θετικές αναθεωρήσεις σε επίπεδο payout (στο 50%). Την ίδια στιγμή, δεν αναμένεται να έχει μεγάλη ευχέρεια και ευελιξία για την υλοποίηση περαιτέρω στρατηγικών κινήσεων, εάν προκύψουν ευκαιρίες ανόργανης ανάπτυξης. Συνεπώς, οι όποιες θετικές αναθεωρήσεις και εκπλήξεις μπορούν να προέλθουν κυρίως από τις συνέργειες και την αναδιάρθρωση της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Από την άλλη, παρότι η αγορά ανέμενε (και αναμένει) - και έμμεσα «πίεσε» - την Εθνική στη λογική του «show me the story», η διοίκηση κινήθηκε πιο συντηρητικά, διατηρώντας ακέραιο το «σακούλι» των 2,13 δισ. ευρώ περίπου (excess capital). Η τράπεζα αναζητά ευκαιρίες σε πολλά πεδία, που να έχουν ωστόσο, εμπορική και χρηματοοικονομική λογική από άποψη μεγέθους, απόδοσης ιδιων κεφαλαίων ή συνεργειών σε προσκείμενους κλάδους. Τα παραπάνω κεφάλαια της επιτρέπουν κινήσεις υψηλότερου ρίσκου στο πεδίο της πιστωτικής επέκτασης, ενώ η διοίκηση έχει αναφερθεί στο ζήτημα της σταδιακής επαναγοράς «θεραπευμένων» δανείων (ζήτημα που θα απασχολήσει περισσότερο προς το 2026).
Η Εθνική δεν αποκλείεται να «ψηλώσει» το payout προς το 65% (από 60% που έχει λάβει ήδη ως πρόβλεψη) εφόσον η οργανική παραγωγή κεφαλαίου δεν αναλώνεται σε μεγάλες εξαγορές, κάτι που άφησε να εννοηθεί και ο CEO, Π. Μυλωνάς στο συνέδριο της Goldman Sachs στο Βερολίνο.