Ένα βήμα μπροστά από τον ανταγωνισμό βρίσκεται η Eurobank, έχοντας αντιπαρατάξει σε ένα περιβάλλον αποκλιμάκωσης των επιτοκίων και εξασθένησης της δυναμικής των καθαρών εσόδων από τόκους, τη διεύρυνση της βάσης εσόδων της, μέσω Κύπρου.
Η Μεγαλόνησος άλλωστε καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση, όχι μόνον στα οικονομικά μεγέθη, αλλά και στο συνολικό επιχειρηματικό σχεδιασμό του ομίλου, όπως υποστήριξε ο Διευθύνων Σύμβουλος Φωκίων Καραβίας στην Τακτική Γενική Συνέλευση της Eurobank Holdings.
Η τράπεζα ήδη από το τρίτο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς προχωρά σε πλήρη ενοποίηση της Ελληνικής, αφαιρώντας τα δικαιώματα μειοψηφίας. Kατόπιν ωστόσο της επιτυχημένης δημόσιας πρότασης και του δρομολογούμενου squeeze out και της εξόδου της Ελληνικής από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, θα υπάρξει σαφέστερη εικόνα στα επόμενα τρίμηνα, με τη διοίκηση να παρουσιάζει τον «οδικό χάρτη» των συνεργειών που θα αρχίζουν να ξεδιπλώνονται μεταξύ Ελληνικής και Eurobank Cyprus. Τα βήματα συγχώνευσης προχωρούν, με το νομικό σκέλος αυτής να έχει «μπει ήδη στις ράγες» (στόχος η ολοκλήρωση έως το τρίτο τρίμηνο), ενώ η ολική συγχώνευση σε επίπεδο λειτουργικότητας των δύο δομών αναμένεται να ολοκληρωθεί σε βάθος διετίας.
Σύμφωνα με το πλάνο της διοίκησης, οι συνέργειες θα αποφέρουν περίπου 120 εκατ. ευρώ στον όμιλο, με το περίπου 40% να αποτυπώνεται ήδη από το τρέχον έτος. Περίπου 30 εκατ. ευρώ υπολογίζονται από τον εξορθολογισμό της βάσης κόστους (διοικητικά και άλλα έξοδα) ενώ περίπου 25 εκατ. ευρώ έκαστος αναμένονται από την οργανική ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου δανείων (άνω του 1 δισ. ευρώ) και την εξαγορά της ασφαλιστικής CNP και τη συγχώνευση με τις ασφαλιστικές εταιρείες που ανήκουν στην Ελληνική. Περίπου 20 εκατ. ευρώ αφορούν έσοδα από προμήθειες στο σκέλος του wealth και asset management και 20 εκατ. ευρώ θα είναι η εξοικονόμηση από την επαναγορά AT1 και Tier II της Ελληνικής στη βάση του χαμηλότερου κόστους έκδοσης, υπό τη σκέπη της Eurobank.
Τι προσφέρει η Ελληνική
Η Ελληνική έκλεισε το 2024, διαθέτοντας πλεονάζουσα ρευστότητα 7,7 δισ. ευρώ (όφελος από τα επιτόκια, με τα 6,082 δισ. ευρώ είναι «παρκαρισμένα στην κεντρική τράπεζα), έχοντας προβεί σε πλήρη αποπληρωμή των γραμμών TLTROs ύψους 2,4 δισ. ευρώ. Η κυπριακή τράπεζα διαθέτει 15,7 δισ. ευρώ καταθέσεις, εκ των οποίων τα 10,4 δισ. ευρώ είναι σε λογαριασμούς όψεως ή ταμιευτηρίου (το 66% του συνόλου), ενώ 5,3 δισ. ευρώ αφορούν προθεσμιακές. Το μείγμα παραμένει αρκετά συμπαγές, τόσο σε ποσόστωση όσο και σε απόλυτο αριθμό (ελαφριά αύξηση), από τα τέλη του 2023. Το 78% του συνολικού όγκου καταθέσεων αφορά το retail, με το 20% σωρευτικά να καλύπτεται από καταθέσεις ξένων και κυπριακών εταιρειών. Υπό αυτό το πρίσμα, η Eurobank εξορθολογίζει σε φθηνότερα επίπεδα την καταθετική της βάση.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της Ελληνικής είναι πως «τρέχει» με υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM). Στα τέλη του 2024, το NIM διαμορφώθηκε στις 330 μονάδες βάσης, έναντι 240 μονάδων βάσης για τον εγχώριο «βραχίονα» της Eurobank και 270 μονάδων σε επίπεδο ομίλου. Τα καθαρά έσοδα από τόκους της κυπριακής τράπεζας παραμένουν αρκετά σταθερά κατά τα τελευταία τρίμηνα (στα 143 εκατ. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2024 - μείωση 5% σε τριμηνιαία βάση) ενώ σε επίπεδο έτους αυξήθηκαν κατά 12%, φτάνοντας τα 598,9 εκατ. ευρώ το 2024, έναντι αύξησης 1,8% της Eurobank (εξαιρουμένης της Ελληνικής) σε ετήσια βάση, που έφτασε τα 2,212 δισ. ευρώ.
«Ξεφορτώθηκε» ακίνητα
Σε σημαντική αποδέσμευση από ένα μεγάλο όγκο αποθέματος ανακτηθέντων ακινήτων (REOs) έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια η Ελληνική, ζήτημα που παραμένει «αγκάθι» για τις ελληνικές τράπεζες καθώς η διατήρηση αυτού ως ποσοστό του ενεργητικού, αναλώνει κεφάλαια. Με την ολοκλήρωση της χρήσης του 2024, το απόθεμα των REOs της Ελληνικής (406) έφτασε σε αξία τα 75 εκατ. ευρώ (αφορούν διακανονισμούς οφειλών) από 99 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2023, με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά πωλήσεις και δευτερευόντως ζημιές απομείωσης. Το 55% αφορά γη, το 41% εμπορικά ακίνητα και το 4% κατοικίες.
... η υστέρηση που πρέπει να γίνει «προίκα»
Από την άλλη, η Ελληνική φαίνεται να υστερεί στα πεδία προμηθειών και μεγάλων εταιρικών χορηγήσεων. Στα τέλη του 2024, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες υποχώρησαν, σε ετήσια βάση, κατά 4%, στα 69,9 εκατ. ευρώ, λόγω χαμηλότερων τραπεζικών προμηθειών και εσόδων από δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις. Η πίεση σε αυτό το σκέλος των εσόδων υπερκαλύφθηκε, ωστόσο, από την αύξηση κατά 79% στα κέρδη που προέκυψαν από το IRS σε επίπεδο hedging (interest rate swap - οι τράπεζες λαμβάνουν σταθερό επιτόκιο, ενώ πληρώνουν μεταβλητό συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ) και την αύξηση κατά 21% στα έσοδα από τις ασφαλιστικές εργασίες (κυρίως από υψηλότερα καθαρά ασφάλιστρα από τον κλάδο ασφαλίσεων κατά ζημιών, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης ασφαλίσεων).
Η πιστωτική επέκταση υποχώρησε κατά 11% το 2024 φτάνοντας στα 1,075 δισ. ευρώ (αν και με σημαντική άνοδο στο τέταρτο τρίμηνο, στα 370 εκατ. ευρώ νέων χορηγήσεων που αποτελεί τριμηνιαίο υψηλό από τις αρχές του 2021). Το μεγαλύτερο μέρος των εκταμιεύσεων αφορά σε λιανική τραπεζική (389 εκατ. ευρώ), με τις εταιρικές χορηγήσεις να διαμορφώνονται στα 229 εκατ. ευρώ και τις χρηματοδοτήσεις προς ξένες εταιρείες να ανεβάζουν κατακόρυφα ρυθμό, φτάνοντας στα 236 εκατ. ευρώ, έναντι 107 εκατ. ευρώ το 2023.
Από το υπόλοιπο χορηγήσεων 5,8 δισ. ευρώ (εξυπηρετούμενα, ρυθμισμένα και μη εξυπηρετούμενα) τα 3,4 δισ. ευρώ εντάσσονται σε λιανική τραπεζική (στεγαστικά, καταναλωτικά κ.ά.) εκ των οποίων τα 3,1 εξυπηρετείται και τα 0,3 δισ. ανήκουν στην κατηγορία των NPEs). Το άνοιγμα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (NFCs - non financial corporations) διαμορφωνόταν στα τέλη του 2024, σε 2,4 δισ. ευρώ. Υπό το πρίσμα, αναμένεται να επιχειρηθεί βελτιστοποίηση της σχέσης προμηθειών προς assets, ώστε να προσεγγίσει την αντίστοιχη της Τράπεζας Κύπρου. Εάν η διοίκηση της Eurobank αξιοποιήσει την πλεονάζουσα ρευστότητα της Ελληνικής, με ένα margin 2% περίπου (front book margins), για κάθε 1 δισ. που αξιοποιεί θα λαμβάνει επιπλέον 20 εκατ. σε καθαρά έσοδα από τόκους, με οφέλη και στο σκέλος των προμηθειών.
Αλληλοσυμπληρώνονται Ελληνική - Eurobank Cyprus
Οι ισολογισμοί Ελληνικής - Eurobank Cyprus είναι αρκετά συμπληρωματικοί. Η Eurobank Cyprus ειδικεύεται σε χορηγήσεις προς μεγάλες εταιρείες, τις διεθνείς τραπεζικές εργασίες και στο wealth management, ενώ η Ελληνική σε εργασίες κυρίως λιανικής τραπεζικής, bancassurance. Υπάρχουν, ως εκ τούτου, δυνατότητες σταυροειδών πωλήσεων και αύξησης των εσόδων. Στη βάση της συνέργειας στο σκέλος του wealth - asset management, η Eurobank Cyprus διαθέτει ισχυρή τεχνογνωσία και αποτύπωμα, ενώ αντίθετα το πελατολόγιο καταθετών και πιστοδοτούμενων της Ελληνικής είναι «παρθένο».
Επιπλέον, έκθεση και βάθος αποκτά η Eurobank και στο κομμάτι της κυπριακής ασφαλιστικής αγοράς, μέσω της συμφωνίας, της CNP με την Ελληνική. Το bancassurance αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα αύξησης των εσόδων από προμήθειες και σε αυτό στοχεύει η διοίκηση της τράπεζας. Τα έσοδα που σχετίζεται με τον κλάδο των ασφαλειών θα αυξηθούν, ενώ παράλληλα θα βελτιωθεί και η ποιότητα της κερδοφορίας.
Όπως υποστηρίξε ο CEO της Eurobank, υπό τις παραπάνω ενέργειες δημιουργείται ο ισχυρότερος τραπεζοσφαλιστικός οργανισμός στην Κύπρο. «Καθώς η οικονομική, εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα μετατοπίζεται σταδιακά σε χώρες όπως η Ινδία ή τα κράτη του Αραβικού Κόλπου, παράλληλα και με μείζονες διακρατικές πρωτοβουλίες, όπως ο διάδρομος IMEC, η Κύπρος αναβαθμίζεται στους σχεδιασμούς όλων των εμπλεκομένων. Έχει την ευκαιρία να αποτελέσει χώρα υποδοχής νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας, έδρα εταιρειών με περιφερειακή εμβέλεια -και ταυτόχρονη αναφορά στην ΕΕ - και να εξελιχθεί σε υπερτοπικό οικονομικό κέντρο. Η Eurobank στην Κύπρο προσβλέπει και προετοιμάζεται, ώστε να συνεισφέρει ως ένας από τους καταλύτες αυτής της εξέλιξης και κεντρικός μοχλός στο χρηματοπιστωτικό τομέα» ανέφερε ο κ. Καραβίας.