Με χάρτες και καταλόγους κινδύνου που έχουν να επικαιροποιηθούν από το 1980 προσδιορίζει η Ελλάδα τον κίνδυνο πυρκαγιάς σύμφωνα με την έκθεση για τις δασικές πυρκαγιές που παρουσίασε σήμερα, Τετάρτη, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). Η κατεύθυνση και η χρηματοδότηση έργων που αφορούν σε περιοχές υψηλού κινδύνου όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί με βάση τη νέα εμπειρία των τελευταίων ετών όπως αυτή διαμορφώνεται από την κλιματική κρίση θεωρείται θεμελιώδους σημασίας για την αποτελεσματική αξιοποίηση των εγχώριων και ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Σε αυτό το κομμάτι, όπως επισημαίνει το ΕΛΣ, όσον αφορά στη χώρα μας και συγκεκριμένα στο μερίδιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), το μερίδιο της Ελλάδας είναι χαμηλό καθώς οι πρώτες πληρωμές πραγματοποιήθηκαν μόλις το 2020 και, τον Μάιο του 2024, είχε καταβληθεί κάτι λιγότερο από το 10% των προγραμματισμένων κονδυλίων. Οι ελληνικές αρχές, όπως αναφέρθηκε στη σχετική ενημέρωση το πρωί της Τετάρτης, απέδωσαν τα χαμηλά ποσοστά απορρόφησης κονδυλίων του ΕΓΤΑΑ εν μέρει στη χρηματοδότηση από τον ΜΑΑ και εν μέρει στην ανεπαρκή στελέχωση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στις δυσκολίες στη χρήση των πλατφορμών για τα έργα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και στη μη εξοικείωση των Δασικών Υπηρεσιών με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων.
- Ρεκόρ καταγράφουν οι πυρκαγιές - Σε πλήρη εγρήγορση η Ελλάδα
- Ξεκίνησε η αντιπυρική περίοδος: Τι αλλάζει στην πολιτική προστασία
Οι παρωχημένοι χάρτες για τον κίνδυνο πυρκαγιάς
Η ειδική έκθεση 16/2025, με τίτλο «Χρηματοδότηση της ΕΕ για την καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών – Στροφή στην πρόληψη, αλλά ανεπαρκή στοιχεία για τα αποτελέσματα των μέτρων και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους», που δημοσιεύθηκε σήμερα βασίστηκε σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Ελλάδα, την Πολωνία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Όπως αναφέρει διαπιστώθηκε ότι «σε δύο από τα κράτη μέλη στα οποία πραγματοποιήσαμε επίσκεψη οι κύριοι χάρτες/κατάλογοι κινδύνου δεν έδιναν την πλέον επικαιροποιημένη εικόνα αναφορικά με τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Στην Ελλάδα, οι ευαίσθητες σε δασικές πυρκαγιές περιοχές της χώρας καθορίζονται στο προεδρικό διάταγμα 575/1980. Οι ελληνικές αρχές δεν είχαν επικαιροποιήσει τον χάρτη από το 1980 και εξακολουθούσαν να τον χρησιμοποιούν για τον προσδιορισμό μέτρων διαχείρισης του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Τον Δεκέμβριο του 2024, βρίσκονταν σε εξέλιξη εργασίες των ελληνικών αρχών για την επικαιροποίηση του διατάγματος».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή των έργων να βασιστεί σε παρωχημένες εκτιμήσεις κινδύνου πυρκαγιάς. Αλλά η εκτίμηση κινδύνου δασικών πυρκαγιών είναι θεμελιώδους σημασίας για την εκπόνηση σχεδίων πρόληψης, μετριασμού και ετοιμότητας, καθώς και για τη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση. Στο παρελθόν, οι ενωσιακοί κανόνες για τη στήριξη από το ΕΓΤΑΑ προέβλεπαν ότι επιλέξιμες για στήριξη που να αφορά την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών ήταν μόνον οι δασικές περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως υψηλού ή μέσου κινδύνου πυρκαγιάς, σύμφωνα με τα σχέδια δασοπροστασίας των κρατών μελών. Η Επιτροπή κατάργησε την απαίτηση αυτή για την περίοδο 2023-2027. Εντούτοις, ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, εξακολουθούν να εφαρμόζουν αυτό το κριτήριο επιλεξιμότητας για τη στόχευση της στήριξης.
Στροφή στην πρόληψη – Ανάγκη για «follow up»
Η Ελλάδα έχει καταγράψει στροφή σε έργα πρόληψης και ετοιμότητας κάτι που καταδεικνύει και η κατανομή της χρηματοδότησης του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ). Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων του ΣΑΑ και των στοιχείων που διαθέτει η χώρα μας, από τα 837 εκατ., το 56% κατευθύνθηκε σε δράσεις πρόληψης, το 34% ετοιμότητας και το 10% σε έργα αποκατάστασης μετά από την πυρκαγιά. Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων την Τετάρτη εκφράστηκε απογοήτευση ως προς τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τα αποτελέσματα των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με κεφάλαια της ΕΕ.
Η έκθεση εστίασε στα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία (Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ταμείο Συνοχής) και στον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ). Εξέτασε έργα των περιόδων προγραμματισμού 2014-2020 και 2021-2027 στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία. Η ενωσιακή χρηματοδότηση που διαπιστώσαμε ότι διατέθηκε για έργα που σχετίζονταν με δασικές πυρκαγιές σε αυτά τα τέσσερα κράτη μέλη για την περίοδο 2014-2020 ανέρχεται σε περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Αντίστοιχου ύψους είναι τα ποσά που έχουν προγραμματιστεί για την περίοδο 2021-2027. Περαιτέρω, για την περίοδο 2020-2026 διατέθηκαν από τον ΜΑΑ επιπλέον 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Διαπιστώσαμε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ χρησιμοποιούσαν όλο και περισσότερο ενωσιακά κονδύλια, προερχόμενα από διάφορους τομείς πολιτικής και προοριζόμενα για δράσεις σχετικές με τις δασικές πυρκαγιές, για τη χρηματοδότηση δράσεων πρόληψης. Ωστόσο, ελάχιστες ήταν οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με ενωσιακούς πόρους, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους δεν διασφαλιζόταν πάντοτε, η δε διαδικασία επιλογής τους διαπιστώσαμε ότι έκρυβε αδυναμίες», σημειώνει η έκθεση.
Ωστόσο, το ΕΕΣ διαπιστώνει ότι το ελληνικό ΣΑΑ είχε αναθεωρηθεί σημαντικά, ώστε να αντικατοπτρίζει τις επανεξετασθείσες προτεραιότητες και τις πρακτικές δυσκολίες υλοποίησης. Κατά την αναθεώρηση του σχεδίου της το 2023, η Ελλάδα τροποποίησε και αύξησε τα κονδύλια για δράσεις πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Ως αποτέλεσμα της μεταβολής αυτής μεταξύ της αρχικής και των αναθεωρημένων εκδόσεων του ΣΑΑ, τα κονδύλια για δασοκομικές εργασίες υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπερδιπλασιάστηκαν. Ενώ τα κονδύλια για δράσεις αναδάσωσης μειώθηκαν στο ένα τέταρτο, προβλέφθηκε νέος προϋπολογισμός για μέτρα πρόληψης, ύψους 470 εκατομμυρίων ευρώ.
Ένδεια στην υποβολή προτάσεων – Ανάγκη για εξασφάλιση βιωσιμότητας των έργων
Τα έργα αποκατάστασης μετά από την πυρκαγιά δεν δείχνουν να προσελκύουν το αναμενόμενο ενδιαφέρον. Η ανταπόκριση στις προσκλήσεις για την υποβολή προτάσεων για έργα αποκατάστασης ήταν μικρή καθώς από τα 11 έργα αποκατάστασης και αναδάσωσης που εξετάστηκαν, παρατηρήθηκε ότι για 10 από αυτά η διαδικασία επιλογής ήταν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, ανταγωνιστική, κάτι που μειώνει την πιθανότητα χρηματοδότησης μόνο των έργων που θα είχαν το μεγαλύτερο αντίκτυπο. Στην Ελλάδα (δύο έργα), η πρόσκληση χρειάστηκε να παραταθεί αρκετές φορές λόγω χαμηλού ενδιαφέροντος ενώ στην Ισπανία (τρία έργα), οι μόνοι δικαιούχοι του μέτρου που αφορούσε την αποκατάσταση ήταν οι περιφερειακές κυβερνήσεις.
Παράλληλα, σύμφωνα με την έκθεση, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα δεν διασφαλίστηκε με συνέπεια και η παρακολούθηση δεν υπήρξε διαφωτιστική ως προς τα αποτελέσματα. Οι δικαιούχοι υποχρεούνται να εξασφαλίσουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν επενδύσεις σε υποδομές για πέντε χρόνια μετά την τελική πληρωμή στον δικαιούχο ή, κατά περίπτωση, για την περίοδο που ορίζεται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Για να έχουν μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, ορισμένα έργα, όπως η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών ή η απομάκρυνση καύσιμης ύλης, απαιτούν διαρκείς εργασίες και χρηματοδότηση ανά τριετία ή τετραετία, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες.
Σημειώνεται ότι η έκταση που κάηκε το 2023, ως ποσοστό της συνολικής επιφάνειας της Ελλάδας, ήταν υπερτριπλάσια του ετήσιου μέσου όρου για την περίοδο 2006-2022.
Οι δασικές πυρκαγιές είναι ένα από τα πολλά φυσικά καταστροφικά φαινόμενα που έχουν ενταθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, κατακαίοντας μεγάλες δασώδεις εκτάσεις και προκαλώντας θανάτους, ζημίες στη βιοποικιλότητα και οικονομικές ζημίες που εκτιμώνται σε περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως. Παρόλα αυτά, η ανθεκτικότητα των δασών στις πυρκαγιές μπορεί να βελτιωθεί, για παράδειγμα, μέσω της κατάλληλης διακυβέρνησης των κινδύνων, ενδεδειγμένων μέτρων διαχείρισης των δασών και δραστηριοτήτων σχεδιασμού του τοπίου. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει τις χώρες της ΕΕ με την παροχή χρηματοδότησης, η δασική πολιτική, όπως υπογραμμίζει το ΕΕΣ παραμένει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.