Οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε φάση μετάβασης. Tόσο οι δημόσιες παρεμβάσεις όσο και οι θεσμικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της ενοποίησης πολλαπλασιάζονται. Μια νέα έκθεση της Goldman Sachs σε συνεργασία με το think tank New Financial, καταδεικνύει ότι η τελευταία δεκαετία έχει φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι συναλλαγές. Πλέον, όλο και λιγότερη δραστηριότητα συγκεντρώνεται στα ηλεκτρονικά βιβλία εντολών των εθνικών χρηματιστηρίων, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνεται η χρήση εναλλακτικών σημείων διαπραγμάτευσης και μηχανισμών εκτέλεσης.
Με αφορμή αυτή την έκθεση, η Eleanor Beasley, head of market structure και Chief Operating Officer της Goldman Sachs για τις μετοχικές αγορές σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική, σχολιάζει ότι οι συμμετέχοντες που περιορίζονται μόνο στη “lit” αγορά βλέπουν περίπου το 30% του πραγματικού όγκου συναλλαγών. Οι υπόλοιπες πράξεις πραγματοποιούνται μέσα από συστήματα εσωτερικής διαπραγμάτευσης, πολυμερείς μηχανισμούς (MTFs), «off-book» συναλλαγές και απευθείας συμφωνίες μεταξύ θεσμικών επενδυτών. Η ίδια εξηγεί πως, αν και αυτός ο κατακερματισμός δημιουργεί την εντύπωση περιορισμένης ρευστότητας, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, καθώς το σύνολο της διαθέσιμης ρευστότητας στην Ευρώπη είναι υπερδιπλάσιο του όγκου που εμφανίζεται στις κύριες πλατφόρμες διαπραγμάτευσης.
Η έκθεση της Goldman υπογραμμίζει επίσης ότι οι αγορές της Ευρώπης, αν και είναι ανταγωνιστικές και τεχνολογικά εξελιγμένες, χρειάζονται μεγαλύτερη διαφάνεια και ενοποίηση για να ενισχύσουν τον ρόλο τους στο διεθνές περιβάλλον.
Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
Από την πλευρά της διαπραγμάτευσης, οι ευρωπαϊκές αγορές μετοχών λειτουργούν ικανοποιητικά. Είναι ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου οι δυνάμεις της αγοράς και η τεχνολογική πρόοδος ενθαρρύνουν την καινοτομία. Ωστόσο, για να διατηρηθεί η ποιότητα και η αξιοπιστία της αγοράς, είναι κρίσιμο οι συμμετέχοντες που ασκούν ομοειδείς δραστηριότητες να εποπτεύονται με τον ίδιο τρόπο και να τηρούνται υψηλά πρότυπα σε όλο το φάσμα της αγοράς, τονίζει η Beasley.
Η δημιουργία ενός ενοποιημένου συστήματος καταγραφής συναλλαγών (consolidated tape) εξετάζεται από τις αρχές τόσο στην ΕΕ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίστοιχο σύστημα υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από τη δεκαετία του 1970, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαφάνεια και στην πρόσβαση σε ρευστότητα. Η καθιέρωση ενός αντίστοιχου μηχανισμού στην Ευρώπη θα μπορούσε να βελτιώσει την εικόνα των αγορών και να ενισχύσει τη συμμετοχή των επενδυτών.
Πέρα από το στάδιο της διαπραγμάτευσης, η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις στο μετασυναλλακτικό περιβάλλον δηλαδή στις διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού. Σήμερα στην Ευρώπη λειτουργούν 17 κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και 31 αποθετήρια τίτλων, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες που διαθέτουν έναν κεντρικό φορέα για κάθε λειτουργία. Αυτό το κατακερματισμένο σύστημα αυξάνει το κόστος, την πολυπλοκότητα και το διοικητικό βάρος. Η έκθεση των Goldman Sachs και New Financial καταλήγει ότι τα μετασυναλλακτικά κόστη στην Ευρώπη είναι έως και διπλάσια από εκείνα της αμερικανικής αγοράς, στοιχείο που μειώνει την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου.
«Κλειδί» τα consolidated tapes
Η συγκέντρωση όλων των συναλλαγών σε μια ενοποιημένη βάση δεδομένων θεωρείται κομβική για τη μείωση του κατακερματισμού και τη βελτίωση της εικόνας των αγορών. Τα τελευταία χρόνια, μεγάλο μέρος της δραστηριότητας στην Ευρώπη έχει μετακινηθεί εκτός των «lit» βιβλίων εντολών, γεγονός που δυσκολεύει την αποτύπωση της πραγματικής ρευστότητας.
Η έκθεση των Goldman Sachs και New Financial επισημαίνει ότι ένα ενιαίο σύστημα πληροφόρησης θα ωφελήσει όλα τα μέρη της αγοράς. Οι επενδυτές θα μπορούν να διαμορφώνουν αποδοτικότερες στρατηγικές. Οι εταιρείες διαπραγμάτευσης θα μπορούν να εκτελούν εντολές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι εισηγμένες θα έχουν καλύτερη γνώση της δραστηριότητας γύρω από τις μετοχές τους, γεγονός κρίσιμο όταν επιλέγουν αγορά εισαγωγής ή σχεδιάζουν αυξήσεις κεφαλαίου.
Πάντως η Ευρώπη έχει ήδη επιτύχει σημαντική μείωση του κόστους διαπραγμάτευσης, χάρη στην οδηγία MiFID II που τέθηκε σε ισχύ το 2018. Η ευρωπαϊκή αγορά είναι πλέον πιο σύνθετη, πιο αποκεντρωμένη και πιο ευέλικτη. Το επόμενο βήμα αφορά τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, που παραμένει περιορισμένη στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
Η ελληνική αγορά στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο
Για την ελληνική αγορά και οικονομία, όλα τα παραπάνω ασφαλώς έχουν μεγάλη σημασία, ειδικά στο σημερινό, γεμάτο προκλήσεις, διεθνές περιβάλλον. Διαβάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης των Goldman Sachs και New Financial, αναπόφευκτα έρχεται στο νου η δημόσια πρόταση της Euronext για την εξαγορά της ΕΧΑΕ. Εκτός απροόπτου, σε περίπου δύο εβδομάδες από σήμερα θα γνωρίζουμε την «ετυμηγορία» των μετόχων της ΕΧΑΕ. Τα δυνητικά οφέλη από την πρόσδεση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στο «άρμα» της Euronext είναι γνωστά, όπως και οι «ενστάσεις» των μετόχων της ΕΧΑΕ για το προσφερόμενο τίμημα.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια ερώτηση που τέθηκε στον Stéphane Boujnah, σε συνέντευξη που παραχώρησε προ ημερών στο CNBC, όπως και η απάντηση που έδωσε ο ίδιος. Ερωτήθηκε λοιπόν, στο σενάριο δημιουργίας μιας πραγματικά πανευρωπαϊκής αγοράς, αν το Χρηματιστήριο του Λονδίνου θα είχε άλλη επιλογή παρά να συμμετέχει σε αυτό το εγχείρημα ή θα μπορούσε να μείνει «πίσω». «Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις είναι ένα ‘παιχνίδι’ για συναινούντες ενήλικες» απάντησε ο επικεφαλής της Euronext. Μάλιστα άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μιας ενοποίησης με το LSE. «Αν κάποια στιγμή υπάρξει αυτή η διάθεση, φυσικά θα είμαστε διαθέσιμοι» είπε. Διευκρινίζοντας ότι το ζήτημα δεν είναι αν η Euronext θα είναι πρόθυμος αγοραστής, αλλά αν θα υπάρχει διαθέσιμος πωλητής.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του ελληνικού Χρηματιστηρίου. Το αν θα ενσωματωθεί στον οργανισμό της Euronext είναι ζήτημα μεταξύ πλευρών που συναινούν, κάτι που ο Stéphane Boujnah περιέγραψε με σαφήνεια και στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου που έδωσε επί ελληνικού εδάφους. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και την ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών δεν είναι θεωρητική. Αφορά άμεσα το μέλλον των χρηματιστηρίων της Ευρώπης, ειδικά των μικρότερων εξ αυτών, όπως το ελληνικό. Αφορά την πρόσβασή τους σε ρευστότητα, και τον ρόλο τους σε μια ήπειρο που επιχειρεί να δημιουργήσει μια πραγματικά ενιαία κεφαλαιαγορά.
Ωστόσο, αν για μια αγορά του μεγέθους του LSE φαντάζει δύσκολο να μείνει εκτός του εγχειρήματος μιας πανευρωπαϊκής αγοράς, πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο για το Χρηματιστήριο της Αθήνας;