Μία από τις πιο αναγνωρισμένες και επιδραστικές στήλες διεθνώς για τις αγορές μετοχών (και όχι μόνο), ειδικά μεταξύ θεσμικών επενδυτών, κάνει εκτενές αφιέρωμα στο ελληνικό turnaround story.
Το «Greed & Fear», που υπογράφει ο Christopher Wood της Jefferies, στρέφει το βλέμμα του στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας την πρόοδο της οικονομίας, τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και την εντυπωσιακή ανάκαμψη του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Ο Wood σχολιάζει ότι, ήδη από το 2020 έβλεπε προϋποθέσεις για ένα πιθανό εντυπωσιακό turnaround story στην Ελλάδα, καθώς η χώρα διέθετε τότε «την πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση της Ευρωζώνης (…) και τη δυνατότητα ενός πραγματικού μετασχηματισμού της οικονομίας».
Έκτοτε, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τις 657 μονάδες βρέθηκε στις 2.083 μονάδες, με άνοδο 217%, ενώ ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών έχει αυξηθεί από 64 εκατ. ευρώ το 2020 σε 208 εκατ. ευρώ από την αρχή του έτους. «Παράλληλα, σε μία ακόμη ένδειξη ότι η Ελλάδα έχει επιστρέψει στο ραντάρ των επενδυτών, η Euronext έχει προχωρήσει σε δημόσια πρόταση εξαγοράς του Χρηματιστηρίου της Αθήνας» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Wood.

Συναντήσεις στην Αθήνα
Αυτή την εβδομάδα ο Wood βρέθηκε στην Αθήνα για συναντήσεις με στελέχη της κυβέρνησης και επιχειρήσεων και, όπως λέει, «είναι προφανές πως η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία επανεξελέγη τον Ιούνιο του 2023 για ακόμη μία τετραετία, έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στον μετασχηματισμό της οικονομίας. Αυτό αποτυπώνεται ίσως καλύτερα στο γεγονός ότι η Ελλάδα κατέγραψε πέρυσι συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ».
Ο ίδιος κάνει επίσης αναφορά στην ανάκαμψη των φορολογικών εσόδων, στην ψηφιοποίηση της οικονομίας και στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ενώ δίνει έμφαση και στον ρυθμό ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ, τον οποίο προσδιορίζει ως τον βασικό παράγοντα για την ανάκαμψη του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Θετικός για τις τράπεζες
Ο Wood περιγράφει τις τράπεζες ως την κινητήρια δύναμη της χρηματιστηριακής αγοράς, τονίζοντας ότι «οι μετοχές τους έχουν σημειώσει μέση άνοδο 390% σε όρους ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια» και ότι, με την πιστωτική επέκταση να κινείται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμφωνεί με τη σύσταση «buy» για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Επικαλούμενος τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Wood αναφέρει ακόμη ότι από το δανειακό σκέλος ύψους 17,7 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ (RRF), έχουν εκταμιευθεί μόλις 4,1 δισ. ευρώ μέσω των τραπεζών. «Αυτό σημαίνει ότι η ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη που έχει καταγραφεί έως τώρα στην Ελλάδα έχει επωφεληθεί ελάχιστα από τους πόρους του RRF», εξηγεί.
Μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για μια «φυσική επιφυλακτικότητα τόσο των τραπεζών όσο και των δανειοληπτών, ύστερα από τη βαθιά απομόχλευση που βίωσε η Ελλάδα από το 2012 και μετά», γεγονός που σύμφωνα με τον ίδιο εξηγεί γιατί η ανάπτυξη στα στεγαστικά δάνεια δεν έχει ακόμη περάσει σε θετικό έδαφος.
Το παράδειγμα UniCredit - Alpha Bank
Μεταξύ άλλων, ο Wood αναφέρεται και στην προσπάθεια της Ελλάδας να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις και φέρνει ως παράδειγμα την «ενεργή στήριξη της κυβέρνησης στην απόκτηση ποσοστού της Alpha Bank από τη UniCredit».
Μάλιστα, αντιπαραβάλλει αυτή την περίπτωση με τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην προσπάθεια της UniCredit να εξαγοράσει την Commerzbank, προσθέτοντας ότι «η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη μπορεί να επιταχυνθεί ουσιαστικά μόνο αν ενισχυθεί η ενιαία αγορά, κάτι που προϋποθέτει συγκέντρωση και ενοποίηση κλάδων σε διακρατικό επίπεδο».
Το ζήτημα του χρέους
Κλείνοντας, ο Christopher Wood κάνει αναφορά και στο ελληνικό χρέος, λέγοντας ότι ο υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ, που κορυφώθηκε το 2020 στο 209,4%, αντανακλά την αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος το 2012.

Τονίζει ότι το ποσοστό αυτό προβλέπεται να υποχωρήσει στο 137,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2026, από 145,4% φέτος, κάτι που αν επιβεβαιωθεί θα φέρει την Ελλάδα θα βρίσκεται κάτω από την Ιταλία ως προς τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. «Για τους λόγους αυτούς, το δεκαετές ελληνικό κρατικό ομόλογο διαπραγματεύεται πλέον με χαμηλότερη απόδοση τόσο από το ιταλικό όσο και από το γαλλικό, κάτι απολύτως λογικό με βάση τη δημοσιονομική πρόοδο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Long για ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ
Οι αγορές βρίσκονται πολύ πιο κοντά στο τέλος παρά στην αρχή της «μανίας της τεχνητής νοημοσύνης» σχολιάζει σε άλλο σημείο της ανάλυσής του ο Wood, και εκτιμά ότι, αν λάβουμε υπόψη την εμπειρία της φούσκας του διαδικτύου που οδήγησε στην κατάρρευση του Nasdaq, «βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά στον Μάρτιο του 2000 παρά στο 1995».
Στη συνέχεια εξηγεί για ποιους λόγους αποφασίζει να αφαιρέσει τη μετοχή της Nvidia από τη σύνθεση του παγκόσμιου long-only χαρτοφυλακίου του «Greed & Fear», και ανακοινώνει ότι θα την αντικαταστήσει με τη μετοχή της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ.