Νέες αυξημένες τιμές στόχοι αλλά και αστερίσκοι για τις ελληνικές τράπεζες από τη Deutsche Bank

Ανδρέας Βελισσάριος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Νέες αυξημένες τιμές στόχοι αλλά και αστερίσκοι για τις ελληνικές τράπεζες από τη Deutsche Bank
Deutsche Bank
Στις αυξήσεις των επιτοκίων και στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται για τις ελληνικές τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στρέφεται η Deutsche Bank, αυξάνοντας τις τιμές στόχους και διατηρώντας εκ νέου μεικτές συστάσεις.

Στις αυξήσεις των επιτοκίων και στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται για τις ελληνικές τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στρέφεται η Deutsche Bank, αυξάνοντας τις τιμές στόχους και θέτοντας εκ νέου μεικτές συστάσεις.

Όπως αναφέρει ο Alfredo Alonso, υπεύθυνος ανάλυσης και κάλυψης του γερμανικού οίκου για τις ελληνικές τράπεζες, οι αυξήσεις των επιτοκίων ενισχύουν τα έσοδα των τραπεζών, ενώ αν και το τρέχον περιβάλλον προκαλεί ορισμένες ανησυχίες για μια πιθανή οικονομική επιδείνωση, η Deutsche Bank εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι τράπεζες αναμένεται να επωφεληθούν από τα πιο υψηλά, από το αναμενόμενο, επιτόκια, με τις τέσσερις συστημικές να είναι μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη ως προς το σκέλος της απορρόφησή τους.

Διαβάστε ακόμα: Alpha Bank: Ψήφος εμπιστοσύνης από την Deutsche Bank η σύσταση «buy» για τη μετοχή

Deutsche Bank

Παρόλο που, όπως σημειώνει ο ίδιος, ο οίκος παραμένει προσεκτικός στις υποθέσεις του και συνυπολογίζει την οπισθοχώρηση που επέρχεται από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης (ειδικά εξαιτίας των δυσκολιών συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις MREL), αυξάνει τις εκτιμήσεις τους για τα καθαρά έσοδα από τόκους, NII κατά περίπου +15% για το 2023 και εξακολουθεί να «βλεπει» έναν παράγοντα για μια επί τα βελτίω αναθεώρηση εάν Η ΕΚΤ γίνει πιο «επιθετική» στους χειρισμούς της με τα επιτόκια. Δύο πρόσθετοι παράγοντες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα καθαρά έσοδα από τόκους είναι η ευκαιρία για τις τράπεζες να ανασυγκροτήσουν και να αναδομήσουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους και η προσωρινή θετική επίδραση από το arbitrage στο TLTRO III ως αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ του «κόστους» του μέσου και του τρέχοντος επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων. Όσον αφορά την αυξανόμενη συνεισφορά των ομολόγων, οι ελληνικές τράπεζες δεν φαίνεται να αυξάνουν σημαντικά το μέγεθος των χαρτοφυλακίων τους σε αυτά, με αποτέλεσμα να αποφεύγει η Deutsche Bank να εντάξει τις σημαντικές επιπτώσεις από αυτό ακόμη (αν και μπορεί να είναι μια επιλογή για τις τράπεζες, εάν χρειαστεί).

Λαμβάνοντας υπόψη τη θετική επίδραση που προκύπτει από τα επιτόκια, η Deutsche Bank θα μπορούσε να θεωρήσει ότι το χτύπημα από το MREL (ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις) στην κερδοφορία είναι αρκετά διαχειρίσιμο, με περιορισμένο αντίκτυπο σε βραχυπρόθεσμη βάση. Στην πραγματικότητα (αν και δεν επηρεάζει τα καθαρά έσοδα από τόκους) και με δεδομένη την αδυναμίας έκδοσης AT1 μέχρι στιγμής, ο γερμανικός οίκος αναβάλλει τις προσδοκίες του για αυτές τις εκδόσεις για τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024, γεγονός που επηρεάζει τα προσαρμόσμενα EPS για το 2023 - 2024 (σημειώνει ότι η Τράπεζα Πειραιώς είναι η μόνη τράπεζα με εκκρεμότητα ως προς το σκέλος έκδοσης AT1).

Επιπρόσθετα, ο γερμανικός οίκος σημειώνει ότι η απορρόφηση των επιτοκίων από τις ελληνικές τράπεζες παραμένει ταχύτερη από ό,τι στις περισσότερες χώρες (το repricing στα στεγαστικά δάνεια συνήθως διενεργείται κάθε μήνα και στα επιχειρηματικά δάνεια δύο φορές το χρόνο - επιπλέον περίπου το 85% - 90% των δανείων συνδέεται με κυμαινόμενα επιτόκια), γεγονός που αναμένεται να δώσει μεγαλύτερο βάρος και προβολή στα έσοδα τα επόμενα τρίμηνα.

Deutsche Bank

Συνεπώς, ο γερμανικός οίκος προχωρά σε αύξηση των τιμών στόχων, θέτοντας στα 1,55 ευρώ τον «πήχη» για την Alpha Bank (φαίνεται ως η πιο ισορροπημένη στη βάση του risk - reward) με σύσταση «buy», στα 1,60 ευρώ από 1,35 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς με σύσταση «hold», στα 1,45 ευρώ (επαινεί την Τράπεζα Πειραιώς για τη βελτιωμένη θέση της αλλά θεωρεί παράλληλα ότι απαιτούνται υψηλότερα κεφάλαια) για την Eurobank (απόδοση και σταθερότητα αλλά διαπραγματεύεται κοντά στους δείκτες αποτίμησης των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης) από 1,20 με αντίστοιχη σύσταση («hold») και για την Εθνική Τράπεζα στα 5,10 ευρώ από 4,40 με σύσταση «buy» (top pick, δεδομένης της ισχυρής κεφαλαιακής της θέσης και κάλυψης, σε συνδυασμό με τις βελτιώσεις στην κερδοφορία της).

Από την άλλη, η Deutsche Bank αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν στο περιθώριο, παρά αυτές τις βελτιωτικές τάσεις, και παραδόξως, παρά το θετικό αντίκτυπο από τα επιτόκια. Επιπλέον, το χάσμα μεταξύ των δεικτών P/E και P/BV έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών (ενώ είναι ακόμη υψηλό) μείωθηκε πρόσφατα ως αποτέλεσμα των βελτιώσεων που παρατηρήθηκαν. Ο Alonso εκφράζει ανησυχίες σχετικά με το ότι οι επενδυτές που θέλουν να παίξουν το στοίχημα με την ενίσχυση των NII μπορεί να είναι πιο πιθανό να κοιτάξουν τις ισπανικές και τις ιταλικές τράπεζες που επωφελούνται. Επιπλέον, η πτώση των αποτιμήσεων σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε επίσης να αφήσει τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες εκτός των ραντάρ των επενδυτών, όπως τονίζει ο ίδιος.

Παράλληλα, ο υψηλός πληθωρισμός αναμένεται να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στα κόστη των τραπεζών από ότι υποδηλώνει το guidance των τραπεζών. Ως εκ τούτου, αναμένει ελαφρώς λιγότερο αισιόδοξα μηνύματα για τον έλεγχο του κόστος στο μέλλον. Οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν καλύτερα προστατευμένες από τις περισσότερες τράπεζες στην Ευρώπη, υπό τη στήριξη των διαδικασιών αναδιάρθρωσής τους. Ο γερμανικός οίκος αυξάνει τις εκτιμήσεις τους για το κόστος σε μεσαία μονοψήφια ποσοστά για το 2023 - 2024, γεγονός που εξακολουθεί να συνεπάγεται μια βελτίωση του δείκτη κόστους προς έσοδα σε μόλις 45% έως το 2024. Αναμένει επίσης μια ελαφρώς ασθενέστερη μείωση των προβλέψεων, με περιορισμένο αντίκτυπο στις περισσότερες τράπεζες λόγω της εξομάλυνσης της ποιότητας του ενεργητικού, οδηγώντας σε εκτιμήσεις για το κόστος κινδύνου (CoR) όχι σε υψηλότερα επίπεδα από τις 60 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο έως το 2024.

Την ίδια στιγμή, μία από τις κύριες ανησυχίες της Deutsche Bank αφορά στον βαθμό τον οποίο θα μπορούσε να επηρεαστεί η αύξηση του ΑΕΠ (εξαιτίας της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης) και ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων στη ζήτηση δανειοδοτήσεων. Οι εκτιμήσεις ως προς την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ισχυρές, υψηλότερες από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, υποστηριζόμενες από τη σταθερή τουριστική ανάκαμψη το 2022 και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι εκτιμήσεις για το εγχώριο ΑΕΠ παραμένουν κοντά στο 4% για εφέτος και περίπου στο 2% για το 2023, αν και η ζήτηση είναι πιθανό να επιβραδυνθεί ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών, των πιέσεων από το ενεργειακό κόστος και της γενικότερης οικονομικής αβεβαιότητας.

Επιπλέον, η αβεβαιότητα παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσε να επηρεάσει την ποιότητα του ενεργητικού και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο πληθωρισμός θα μπορούσε να επιβαρύνει την οικονομική προσιτότητα, οδηγώντας σε αύξηση του σχηματισμού νέων NPEs. Συνεπώς, υπάρχουν παράγοντες που (συνολικά) θα πρέπει να παραμείνουν αρκετά περιορισμένοι, επιτρέποντας μια περαιτέρων μείωση των δεικτών NPEs το 2023 - 2024, τη στιγμή που ο γερμανικός οίκος αναμένει κάποια αύξηση του νέου σχηματισμού, που αντισταθμίζεται από write-downs και πωλήσεις (αν και σε μικρότερης κλίμακας από ό,τι στο παρελθόν), τη στιγμή που τα υψηλότερα επίπεδα κάλυψης παραμένουν μια σημαντική διασφάλιση.

Deutsche Bank

Όσον αφορά τον αντίκτυπο αυτής της επιβράδυνσης στην αύξηση των δανείων, τα μεγέθη του πρώτου εξαμήνου του 2022 δείχνουν μια υψηλότερη από την αναμενόμενη δραστηριότητα, αν και τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία για τον Αύγουστο δείχνουν ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των συνολικών δανειοδοτήσεων προς την εγχώρια οικονομία διαμορφώθηκε στο 7,7% (έναντι 9,1% τον προηγούμενο μήνα), υποδεικνύοντας κάποια πίεση στη ζήτηση. Αν και η αβεβαιότητα είναι πλέον λίγο μεγαλύτερη, οι στόχοι των διοικήσεων τραπεζών για τη φετινή χρονιά παραμένουν αμετάβλητοι και οι θέσεις τους για το 2023 - 2024 παραμένουν αισιόδοξες, δεδομένης της ανθεκτικής ζήτησης και της συνεισφοράς που αναμένεται από τα κεφάλαια του RRF - ειδικά σε κλάδους και τομείς όπως η ενέργεια, οι υπηρεσίες και το real estate.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider