Ανισότητες και εμπόδια στον έλεγχο του καπνίσματος

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Ανισότητες και εμπόδια στον έλεγχο του καπνίσματος
.
Σημαντικές ανισότητες παρατηρούνται μεταξύ των πληθυσμών σε χώρες που έχουν επιτύχει συνολικά χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος, αναδεικνύοντας την ανάγκη για διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με τον έλεγχό του.

Καθώς τα μέτρα ελέγχου του καπνίσματος εφαρμόζονται εντονότερα με στόχο τη μείωση του επιπολασμού του κατά 30% έως το 2025, κρίνεται αναγκαίο να δοθεί προσοχή στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληθυσμοί με υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος, χαμηλότερα ποσοστά επιτυχούς διακοπής του και χειρότερα αποτελέσματα υγείας λόγω χρήσης καπνού δεν μένουν πίσω, δεδομένου ότι το κάπνισμα εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη αιτία ασθενειών και πρόωρων θανάτων που μπορούν να προληφθούν, παγκοσμίως.

Το θέμα αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου για τη Μείωση της Βλάβης από τον Καπνό, το οποίο διοργανώθηκε από τη Διεθνή Ένωση για τον Έλεγχο του Καπνίσματος και τη Μείωση της Βλάβης (SCOHRE). Σε πάνελ με τίτλο: «Ανισότητες ως προς το κάπνισμα στις χώρες με χαμηλό επιπολασμό του καπνίσματος», συζητήθηκαν οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στην υγεία σε πληθυσμούς που έχουν δυσανάλογα ποσοστά καπνίσματος, καθώς οι χώρες με υψηλότερα ποσοστά υιοθετούν πρόσθετα μέτρα ελέγχου της χρήσης καπνού για να μειώσουν τις επιπτώσεις του.

Ειδικές ανάγκες – Στοχευμένη προσέγγιση

(O δρ. Δρ Peter Harper)

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρόλο που ο συνολικός επιπολασμός του καπνίσματος (16% 2016) είναι 2% χαμηλότερος από το μέσο όρο του ΟΑΣΑ (18%), ορισμένες κοινωνικές ομάδες καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά, που ανέρχονται μέχρι και 29%, από τις χώρες που σημειώνουν τα υψηλότερα επίπεδα καπνίσματος ανά ημέρα. Σημειώνεται ότι η χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά ανά ημέρα είναι η Ελλάδα.

«Πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτές τις ομάδες. Να σταματήσουμε να βλέπουμε τον πληθυσμό συνολικά και να αρχίσουμε να μιλάμε για αριθμούς. Να δούμε πού αποτυγχάνουμε», τόνισε ο Ιατρός Ογκολόγος, Σύμβουλος, Δρ Peter Harper. «Αυτό είναι περίπλοκο, γιατί οι παράγοντες που τείνουν να οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος συνδυάζονται», πρόσθεσε.

Τα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο καταδεικνύουν τις ανισότητες που υπάρχουν στο κάπνισμα ανάλογα με το status, οι οποίες μάλιστα δεν φαίνεται να βελτιώνονται με το πέρασμα του χρόνου.

Μεγάλη αναδεικνύεται η δύναμη της εκπαίδευσης, καθώς λιγότερο πιθανό να καπνίσουν είναι όσοι διαθέτουν πτυχίο (7%) και περισσότερο όσοι δεν διαθέτουν ακαδημαϊκά προσόντα (29%). Τα ποσοστά είναι παρόμοια με αυτά του 1992.

Αναφορικά με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, λιγότερο πιθανό να καπνίσουν είναι όσοι κατέχουν διευθυντικές θέσεις και οι επαγγελματίες (10%) και υψηλότερο κίνδυνο διατρέχουν οι τακτικοί υπάλληλοι και όσοι κάνουν χειρωνακτικές εργασίες (25%). Τα ποσοστά είναι παρόμοια με αυτά του 2004.

Όσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση, λιγότερο πιθανό να καπνίσουν είναι οι παντρεμένοι (9%) και περισσότερο οι ελεύθεροι και αυτοί που συγκατοικούν (20%). Τα ποσοστά είναι παρόμοια με αυτά του 2010.

Τέλος, ανισότητες αναδεικνύονται και ανάλογα με την απασχόληση αλλά και με τις περιοχές διαβίωσης.

«Προκειμένου να πετύχουμε ισότητα στην υγεία σχετικά με τον καπνό θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τους σωστούς πόρους και τη σωστή προσέγγιση για να μειώσουμε το κάπνισμα σε ομάδες που έχουν σποραδικά υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος. Και αυτό που συζητάμε σήμερα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», υπογράμμισε ο Δρ Harper.

Πολιτικές για τη μείωση της βλάβης

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ο επιπολασμός του καπνίσματος έχει μειωθεί σχεδόν κατά 10% τις τελευταίες 2 δεκαετίες σε περίπου 15%, πληθυσμοί με χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση (δείκτες SES) έχουν έως και 10 φορές μεγαλύτερο ποσοστό καπνίσματος από εκείνους με υψηλότερους δείκτες SES. Επιπλέον, οι καπνιστές στο χαμηλότερο άκρο της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας έχουν χειρότερα αποτελέσματα υγείας και δέκα χρόνια νωρίτερα σε σύγκριση με τους ομολόγους τους στο υψηλότερο άκρο του κοινωνικοοικονομικού φάσματος.

Όπως επεσήμανε η Επίκουρη Καθηγήτρια, MSW, LCSW (NY), Helen Redmond, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι οργανώσεις για τον έλεγχο των εξαρτήσεων ακόμη και οι οργανισμοί δημόσιας υγείας επιδιώκουν να εξαλείψουν το κάπνισμα, αλλά για ορισμένους πληθυσμούς αυτό είναι ένας πάρα πολύ δύσκολος στόχος.

Σύμφωνα με την ίδια, η εθνική στρατηγική των ΗΠΑ στόχευσε στους εφήβους και τελικά δεν εστίασε στους ανθρώπους που πραγματικά κινδυνεύουν, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν από το κάπνισμα

«Στις ΗΠΑ οι κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται αν ο κόσμος πεθαίνει από τις αρρώστιες που προκαλούνται από το κάπνισμα. Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα. Γιατί αν πραγματικά ενδιαφέρονταν κάτι θα είχαν κάνει μέχρι τώρα. Η αμερικάνικη κυβέρνηση έχει ένα ιστορικό αδιαφορίας για τους ευάλωτους πληθυσμούς.

Την ίδια στιγμή ενώ οι περισσότεροι οργανισμοί για τη μείωση της βλάβης ασχολούνται με τις άλλες ουσίες δεν δίνουν βάση στον καπνό. Στο πλαίσιο αυτό, δεν προωθούν τα πιο ασφαλή προϊόντα νικοτίνης και δεν αγκαλιάζουν μία πολιτική που να βασίζεται στη μείωση της βλάβης», τόνισε.

Αναφερόμενη στα σημεία στα οποία πρέπει να εστιάσουν η κοινότητα και οι οργανισμοί μείωσης της βλάβης επεσήμανε τα εξής:

Είναι απαραίτητο να υπάρξει υποστήριξη για τους καπνιστές. Ενώ για τους χρήστες άλλων ουσιών που δεν μπορούν να απεξαρτηθούν υπάρχουν τα ειδικά κέντρα, όπου έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση, έτσι ώστε να αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο υπερβολικής δόσης, οι καπνιστές δεν υποστηρίζονται να δοκιμάσουν το άτμισμα, για να μειώσουν τη βλάβη από το συμβατικό τσιγάρο.

Η καθηγήτρια, πρότεινε παράλληλα να αλλάξει η προσέγγιση των MME επί του θέματος, καθώς το διαχειρίζονται με προκαταλήψεις, υπερβολές, ακόμα και ψευδείς πληροφορίες. Επίσης, τα ΜΜΕ θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους καπνιστές πιο ανθρώπινα και να μην τους στιγματίζουν.

Η Helen Redmond επέρριψε ευθύνες και στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), καθώς -όπως επεσήμανε- από τη μία αναγνωρίζει ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι ασφαλέστερα και βοηθούν στη διακοπή του καπνίσματος, από την άλλη, όμως, συνδέεται με οργανισμούς που είναι αντίθετοι με τα ασφαλέστερα προϊόντα νικοτίνης, πλήττοντας έτσι την εμπιστοσύνη του κοινού.

«Είναι σίγουρο ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι ασφαλέστερα από τα συμβατικά και υπάρχουν στοιχεία βάσει των οποίων εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν χρησιμοποιήσει το άτμισμα για να κόψουν το κάπνισμα», τόνισε η καθηγήτρια.

Η ίδια αναφέρθηκε και στον ακτιβισμό, ως άλλο ένα σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί βαρύτητα. «Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν νικοτίνη έχουν οργανωθεί για να πολεμήσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσβαση στα σωτήρια για τη ζωή αυτά προϊόντα.

Υπάρχουν οργανισμοί που προασπίζουν τα δικαιώματα των καπνιστών που επιθυμούν την πρόσβαση, αλλά οι κυβερνήσεις δεν επενδύουν στο να μείνουν οι καπνιστές υγιείς», τόνισε.

Focus στα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα

(O Rafael R. Castillo)

Οι μεγαλύτερες ανισότητες που αφορούν στο κάπνισμα των ενηλίκων υπάρχουν μεταξύ των φυλετικών και εθνοτικών ομάδων, σύμφωνα με τον Rafael R. Castillo, MD, MBA, FPCC, FPCP, FESC, Επίτιμο Κοσμήτορα, επικεφαλής Μονάδας Καρδιο-Μεταβολικής Έρευνας FLA, Σύμβουλο Καρδιολογίας Ενηλίκων, Manila Doctors Hospital. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι πολυφυλετικές και πολυπολιτισμικές χώρες, όπως οι Φιλιππίνες και η Ινδονησία.

Επτά στους δέκα καπνιστές στις Φιλιππίνες θα ήθελαν να διακόψουν το κάπνισμα, ωστόσο, μόνο το 4% καταφέρνουν να σταματήσουν τη θανατηφόρα συνήθεια μέσα σε 12 μήνες. «Αυτό είναι μία μεγάλη ανισότητα», τόνισε ο καθηγητής.

«Οι άνθρωποι είναι φτωχοί δεν πίνουν, δεν διασκεδάζουν, δεν έχουν καμία ευχαρίστηση και η μοναδική απόλαυσή τους είναι το κάπνισμα. Και ξοδεύουν τα ελάχιστα χρήματα που κερδίζουν γι’ αυτό το σκοπό. Έτσι τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι πιο εύκολο να εθιστούν και να μην μπορούν να απεξαρτηθούν. Θα έχουμε πρόβλημα με αυτούς τους ευάλωτους πληθυσμούς», πρόσθεσε.

Σε κάθε περίπτωση ο καθηγητής τόνισε ότι η αύξηση στους φόρους των τσιγάρων δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα. Όπως εξήγησε, στις Φιλιππίνες, με 15,9 εκατ. καπνιστές, ο στόχος των ετήσιων εσόδων από την αύξηση των φόρων στα τσιγάρα ξεπεράστηκε. Η κυβέρνηση συγκέντρωσε περίπου 2,6 δισ. δολάρια, αλλά ξοδεύει περισσότερα από 4 δισ. το χρόνο για να θεραπεύσει τις σχετιζόμενες με το κάπνισμα επιπλοκές όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος κ.ά.. «Αυτό σημαίνει ότι οι καπνιστές συνεχίζουν να αγοράζουν τσιγάρα και ουσιαστικά χάνουμε περισσότερες ζωές απ’ ό,τι κερδίζουμε», υπογράμμισε ο Rafael R. Castillo.

Ζητούμενο η μείωση της βλάβης

(Ο Solomon T. Rataemane)

Την κατάσταση στη Νότια Αφρική, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανισοτήτων, περιέγραψε ο Καθηγητής, Τμήμα Ψυχιατρικής, Πανεπιστήμιο Επιστημών Υγείας Sefako Makgatho (SMU), Solomon T. Rataemane, σημειώνοντας ότι είναι παρόμοια με αυτήν που επικρατεί σε άλλες αφρικανικές χώρες.

Η Αφρική είναι μία χώρα με περίπου 67 εκατ. πληθυσμό, εκ των οποίων το 29,4% είναι καπνιστές.
«Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το αλκοόλ και τον καπνό. Κατά τη διάρκεια του lockdown επιβλήθηκε απαγόρευση στη χρήση αλκοόλ και καπνού, η οποία ώθησε στη χρήση λαθραίων και αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων.

Η μείωση της βλάβης πρέπει να είναι ένα ζητούμενο γιατί σημαίνει ότι βοηθάμε τους ανθρώπους που έχουν αναπτύξει μία συνήθεια και δεν μπορούν να την ελέγξουν», τόνισε ο καθηγητής.

Ο ίδιος αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα απαγόρευσης των διαφημίσεων συμβατικών τσιγάρων, καθώς πολλά φεστιβάλ, αγώνες σόκερ και ράκμπυ, -σε αντίθεση με άλλες χώρες- επιτρέπεται να έχουν χορηγούς καπνοβιομηχανίες και να διαφημίζουν τα προϊόντα τους. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε, το 29,9% τον ενηλίκων έχει δει σχετική διαφήμιση, προώθηση ή χορηγία σε αθλητικές διοργανώσεις. Σε πολλές από αυτές δεν υπάρχει προειδοποίηση για τις βλάβες του καπνίσματος, έτσι ώστε ο κόσμος να κάνει μία πιο συνειδητή επιλογή.

Όσον αφορά στους φόρους των τσιγάρων επεσήμανε ότι οι κυβερνήσεις της Ν. Aφρικής επιβιώνουν πάνω σε αυτούς, οπότε είναι μεγάλο δίλημμα το αν θα κυνηγήσουν το κάπνισμα ή όχι.

Η μηνιαία δαπάνη για συσκευασμένα τσιγάρα ανέρχεται σε 263,1. Ωστόσο, αν κάποιος δαπανά τόσα χρήματα για τσιγάρα, αναγκάζεται να στερηθεί φαγητό. Γι’ αυτό και οι φτωχοί πληθυσμοί στρέφονται προς τη χρήση λαθραίων τσιγάρων, τα οποία εμπεριέχουν μεγάλο ποσοστό καρκινογόνων.

Όπως τόνισε ο καθηγητής, μία ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος που μπλοκάρει τον έλεγχο του καπνίσματος είναι ότι δεν υπάρχουν κέντρα διακοπής στο δημόσιο τομέα.

Τέλος, ειδική αναφορά έκανε στους ψυχιατρικούς ασθενείς, λέγοντας: «Η παρατήρησή μου είναι ότι πολλοί ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα καπνίζουν πολύ και όταν δεν έχουν τσιγάρα γίνονται επιθετικοί και βίαιοι. Θα πρέπει να τους παρέχεται η δυνατότητα να συνεχίσουν να καπνίζουν, μειώνοντας ταυτόχρονα τη βλάβη από τον καπνό».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider