Ορόσημο στην επιστημονική πρόοδο αποτελεί η μεταμόσχευση καρδιάς ενός γενετικά τροποποιημένου χοίρου που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα σε έναν 57χρονο Αμερικανό με καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου.
Η επιτυχημένη, αρχικά, επέμβαση δημιουργεί ελπίδες για την ευρεία εφαρμογή της μεταμόσχευσης οργάνων από ζώο σε άνθρωπο (ξενομεταμόσχευση) στο μέλλον, μια προοπτική που μπορεί προς το παρόν να μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όμως ήδη έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα προς την πραγματοποίησή του.
Η πειραματική επέμβαση διενεργήθηκε από γιατρούς του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ στη Βαλτιμόρη και όπως αναφέρουν τα διεθνή μέσα, η κατάσταση του ασθενούς είναι καλή. Η χειρουργική ομάδα ευελπιστεί ότι άνοιξε έναν νέο δρόμο στον τομέα των μεταμοσχεύσεων που θα οδηγήσει στη σωτηρία πολλών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι λόγω της ανεπαρκούς δωρεάς ανθρώπινων οργάνων χάνονται παραμένοντας στη λίστα αναμονής. Οι γιατροί ελπίζουν ότι ο 57χρονος ασθενής τελικού σταδίου θα κερδίσει αρκετά χρόνια ζωής, κάτι που όμως μένει να επιβεβαιωθεί συν τω χρόνω.
«Αναμφισβήτητα είναι ένα πολύ σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα και δημιουργεί ελπίδες. Ωστόσο, είναι ακόμα νωρίς για να πούμε ότι καθιερώθηκαν οι μεταμοσχεύσεις σε άνθρωπο από γενετικά τροποποιημένα ζώα. Απαιτείται χρόνος, έτσι ώστε να διαπιστώσουμε, αρχικά, ποια θα είναι η έκβαση του συγκεκριμένου ασθενούς. Μια πιο σαφή εικόνα θα έχουμε μετά το πέρας 1-2 μηνών, αφού πρώτα εξέλθει ο ασθενής από το νοσοκομείο και δούμε πώς θα λειτουργήσει», αναφέρει στο Insider ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), καθηγητής Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, επισημαίνοντας ότι στη συνέχεια θα πρέπει να παρακολουθηθεί η έκβαση του ασθενούς σε μακροχρόνια βάση.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, ακόμα και αν το μόσχευμα δεν απορριφθεί, δεν είναι ακόμα γνωστό το πώς θα λειτουργήσει στον άνθρωπο, καθώς ναι μεν υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των οργάνων του χοίρου και του ανθρώπου, ωστόσο δεν είναι τα ίδια. Δεν είναι γνωστό, για παράδειγμα, τι ασθένειες μπορεί να αναπτύξουν αυτά τα όργανα με την πάροδο του χρόνου και αν θα ανταποκρίνονται στις θεραπείες που έχουν αναπτυχθεί για τα ανθρώπινα όργανα.
Επιπλέον, όπως τονίζει ο πρόεδρος του ΕΟΜ, δεν αρκεί μόνο ένα περιστατικό και θα πρέπει να γίνουν ανάλογες επεμβάσεις σε περισσότερους ασθενείς, έτσι ώστε η επιστημονική κοινότητα να είναι σε θέση να εξάγει συμπεράσματα και να εντάξει τις ξενομεταμοσχεύσεις στην κλινική πράξη.
«Δεν είναι απλό να αρχίσουμε να βάζουμε τέτοιου είδους μοσχεύματα σε ανθρώπους. Η ιατρική κοινότητα δεν είναι έτοιμη. Εάν αυτό το ένα περιστατικό έχει καλή έκβαση, στη συνέχεια θα δοκιμαστούν δειλά δειλά σε πολύ ειδικά περιστατικά, δηλαδή ασθενείς οριακούς, που μπορεί να έχουν κάποια αντένδειξη και που συγκατατίθενται να προχωρήσουν στην επέμβαση», αναφέρει ο κ. Παπαθεοδωρίδης.
Εξελιγμένη διαδικασία
Η ξενομεταμόσχευση δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1980, ενώ έκτοτε έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες, με την τελευταία να καταγράφεται τον Οκτώβριο του 2021, όταν έγινε πειραματικά η πρώτη επιτυχής σύνδεση νεφρού χοίρου σε έναν εγκεφαλικά νεκρό άνθρωπο, που δεν είχε καμία ελπίδα ανάρρωσης, στη Νέα Υόρκη.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο χοίρος από τον οποίο ελήφθη η καρδιά, είχε προηγουμένως υποστεί γενετική τροποποίηση, απενεργοποιώντας ορισμένα γονίδια του, τα οποία ήταν πιθανό να οδηγήσουν σε απόρριψη του οργάνου ως ξένου σώματος από τον οργανισμό του ασθενούς.
«Κατά καιρούς έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες, αλλά δεν είχαν καλή απόδοση. Ο τομέας αυτός της Ιατρικής είναι πλέον πιο εξελιγμένος και θεωρείται ότι μπορεί να είναι πιο καλά ανεκτά από τον άνθρωπο αυτού του τύπου τα γενετικά τροποποιημένα μοσχεύματα. Το αρνητικό σενάριο θα είναι να μην έχει την ίδια καλή επιβίωση και έκβαση το μόσχευμα ή να το απορρίψει ο οργανισμός του ασθενούς, κάτι που ακόμα δεν το γνωρίζουμε, ή για τον οποιοδήποτε λόγο να μην είναι καλή η μακροχρόνια απόδοσή του. Εάν η επιβίωση και η απόδοση του μοσχεύματος από χοίρο είναι παρόμοια με αυτή που έχουμε σε ένα μόσχευμα από άνθρωπο, τότε τα πλεονεκτήματα είναι τεράστια. Γιατί αυτόματα θα μπορούμε να δημιουργήσουμε όσους χοίρους χρειαζόμαστε για να μεταμοσχεύσουμε όργανα στους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη για την επιβίωσή τους και θα λύσουμε σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της ανεπαρκούς δωρεάς οργάνων», εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΟΜ.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες που διενήργησαν την επέμβαση, πάντως, το επόμενο βήμα είναι η μελέτη της χρήσης αυτών των μοσχευμάτων στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής. «Είμαστε σε συζητήσεις με τον FDA σχετικά με τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να ξεκινήσει μια κλινική δοκιμή, αλλά αυτό είναι πιθανό να πάρει ένα χρόνο ή περισσότερο, λόγω των ρυθμιστικών μελετών που θα πρέπει να προηγηθούν», ανέφερε ο επικεφαλής της ιατρικής ομάδας, καθηγητής Μπάρτλεϊ Γκρίφιθ. Ο ίδιος δήλωσε ότι η μεταμόσχευση καρδιάς από χοίρο σε άνθρωπο θα μπορούσε να σημαίνει «καρδιές κατά παραγγελία» στο μέλλον.
Η μεταμόσχευση οργάνων στην Ελλάδα
Ο αριθμός των δοτών οργάνων στην Ελλάδα είναι διαχρονικά μικρός και αναλογεί σε περίπου 5 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Είναι ενδεικτικό ότι στη χώρα μας πραγματοποιούνται σχεδόν πέντε φορές λιγότερες μεταμοσχεύσεις σε σύγκριση με την Πορτογαλία, η οποία έχει το ίδιο μέγεθος και πληθυσμό με την Ελλάδα. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΟΜ, υπάρχουν παροδικά κάποιες αυξητικές τάσεις, ωστόσο δεν έχουμε αυξήσει μόνιμα τους αριθμούς μας. Παράλληλα, επειδή τα μεταμοσχευτικά κέντρα στην στη χώρα μας δεν είναι πολύ ισχυρά και οργανωμένα, ένα ποσοστό των μοσχευμάτων δεν είναι αξιοποιήσιμα.
«Υπάρχουν μοσχεύματα οριακών δοτών που απαιτούν οργανωμένα κέντρα και ειδικές τεχνικές, με αποτέλεσμα ένα ποσοστό δωρεών οργάνων να φεύγει ανεκμετάλλευτο. Όταν ένας νέος άνθρωπος, χωρίς συνοσσηρότητες, φύγει από τη ζωή τα όργανά του είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Όμως, τα όργανα ενός 60-65χρονου ή κάποιου που έχει νοσηλευτεί στη ΜΕΘ για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή έχει κολλήσει κάποιο μικρόβιο, έχουν προβλήματα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η πλειονότητα των μοσχευμάτων, καθώς αυξάνει και η μέση ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρκετές προσφορές από δότες των οποίων η ποιότητα των μοσχευμάτων δεν είναι η βέλτιστη. Αυτά τα μοσχεύματα απαιτούν πολύ οργανωμένα συστήματα και υποδομές ώστε να μπορέσουν να αξιοποιηθούν», εξηγεί ο κ. Παπαθεοδωρίδης.
Στην Ελλάδα μεταμοσχεύσεις γίνονται τα τελευταία 50 χρόνια και στο διάστημα αυτό έχει σημειωθεί αρκετή πρόοδος στον τομέα. Υπάρχει εξαιρετική κλινική και ερευνητική ικανότητα και εμπειρία, ωστόσο οι συνθήκες δεν «συνηγορούν» υπέρ των βέλτιστων επιδόσεων.
«Γίνονται προσπάθειες, αλλά στις πολύπλοκες μεταμοσχεύσεις δεν βρισκόμαστε σε πολύ καλό επίπεδο. Η μεταμόσχευση των νεφρών, που κάνουμε τις περισσότερες, είναι τεχνικά πιο εύκολη. Αποτελεί μια απλή χειρουργική πράξη και η δυσκολία εντοπίζεται περισσότερο στο να βρεθούν οι συμβατότητες και να επιβιώσει το μόσχευμα στο μεταμοσχευθέντα. Αντίθετα, οι μεταμοσχεύσεις του ήπατος, της καρδιάς και των πνευμόνων είναι πολύ σύνθετες ιατρικές πράξεις, απαιτούν πολύ καλή οργάνωση των νοσοκομείων, πολύ προηγμένη τεχνολογία και κατά συνέπεια δεν είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο. Αυτό έχει να κάνει και με τις υποδομές και με την οργάνωση την οποία γενικώς έχουμε. Με το κατά πόσο η πολιτεία ασχολείται και στηρίζει το σύστημα των μεταμοσχεύσεων. Ο συντονισμός είναι πολύ δύσκολος όταν απαιτείται η συνεργασία πολλών ανθρώπων», καταλήγει ο πρόεδρος του ΕΟΜ.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της Εθνικής Πρωτοβουλίας για αύξηση των μεταμοσχεύσεων, που έχει αναλάβει το Ίδρυμα Ωνάση, σε συνεργασία με τον ΕΟΜ και το Υπουργείο Υγείας, τον Ιούλιο του 2021 παραδόθηκε στον Πρωθυπουργό το Εθνικό Σχέδιο για τη Δωρεά και τη Μεταμόσχευση Οργάνων, μια διεθνής μελέτη που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη των Καθηγητών Ηλία Μόσιαλου και Βασίλειου Παπαλόη. «Το επόμενο βήμα είναι να αποτελέσει νόμο του Κράτους», ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση το Ίδρυμα Ωνάση.