Σε φάση ωρίμανσης περνά πλέον το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα με την άνοδο των πωλήσεων μέσω διαδικτύου να σταθεροποιείται από χρονιά σε χρονιά, συμπορευόμενη με την άνοδο των χρηστών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Έκθεση Ηλεκτρονικού Εμπορίου για το 2025 που δημοσιοποίησε το Eurocommerce, μέλος του οποίου είναι ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτρονικού Εμπορίου (GR.EC.A). Δεδομένης της ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων μάλιστα, οι συνήθειες των καταναλωτών, όπως οι ηλεκτρονικές πληρωμές δείχνουν να «εκσυγχρονίζονται» αποπνέοντας εμπιστοσύνη στην όλη διαδικασία των αγορών μέσω Internet.
Εκτιμήσεις για άνοδο 5% στον τζίρο του ecommerce το 2025
Την ωρίμανση του κλάδου επισφραγίζει η σταθερή αναπτυξιακή πορεία των τελευταίων ετών. Ειδικότερα, το 2024, ο τζίρος του B2C e-commerce, δηλαδή των ηλεκτρονικών αγορών που πραγματοποιούν οι καταναλωτές από τα ηλεκτρονικά καταστήματα, ανήλθε σε €18,2 δισ., αυξανόμενος κατά 5% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Αντίστοιχη αναμένεται να είναι η ανάπτυξη και για το τρέχον έτος με τον τζίρο να υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα €19,1 δισ..
Η πορεία δείχνει μάλιστα πως η αγορά εξακολουθεί να αναπτύσσεται, αλλά με πιο ελεγχόμενους ρυθμούς σε σχέση με τα διψήφια ποσοστά που καταγράφηκαν στο παρελθόν, ειδικά κατά την πρώιμη μεταπανδημική περίοδο. Σημειωτέον, ότι μεταξύ 2020 -2021 η αύξηση του τζίρου του e-commerce έφτασε το 9,6%, ενώ έναν χρόνο αργότερα, το 2022, άγγιξε το 13,7%. Έκτοτε οι ρυθμοί έπεσαν και με τα τελευταία δύο χρόνια να σταθεροποιούνται πέριξ του 5%.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα μας κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της Νότιας Ευρώπης που φτάνει το 8,7% ,κλείνοντας ωστόσο την ψαλίδα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (σ.σ. το 2023 ήταν στο 14% και το 2024 στο 9,5%).
Οριακά αναδική αναμένεται να είναι το τρέχον έτος και η συμμετοχή του ηλεκτρονικού εμπορίου στο ΑΕΠ (E-GDP) της χώρας. Σημειωτέον ότι το eGDP διαμορφώθηκε σε 7,67% το 2024, (συνολικό ΑΕΠ στα €237 δισ.), ενώ το τρέχον έτος, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 7,86%.
Οι χρήστες και οι ηλεκτρονικές αγορές που προτιμούν
Σημαντική είναι και η αύξηση της διείσδυσης των e-shoppers. Σύμφωνα με την έρευνα το 65% του πληθυσμού ηλικίας 16-74 ετών αγόρασε online το 2024, ποσοστό που εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 73% κατά το τρέχον έτος, καταγράφοντας άνοδο 8 ποσοστιαίων μονάδων.
Όσο για το είδος των αγορών που πραγματοποιούν οι Έλληνες φαίνεται να προέρχονται κατά κύριο λόγο από εγχώρια καταστήματα, με το μερίδιο των εκτός Ευρώπης αγορών να μην είναι όμως αμελητέο. Συγκεκριμένα το τελευταίο τρίμηνο του 2024 προκύπτει ότι το 86% προτίμησε τους εγχώριους πωλητές, το 28% αγόρασε από εμπόρους άλλων χωρών της Ευρώπης ενώ ένα 12% έκανε ηλεκτρονικές αγορές από καταστήματα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωση, όπως τα κινεζικά.
Απομακρύνονται από την αντικαταβολή οι Έλληνες
Την ίδια στιγμή οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων χρηστών φαίνεται να εκσυγχρονίζονται καθώς εξοικειώνονται με τις ηλεκτρονικές αγορές. Η αντικαταβολή, που κάποτε κυριαρχούσε, υποχωρεί σταθερά, όπως επισημαίνεται στην έκθεση. Οι ψηφιακές πληρωμές και τα mobile wallets (Apple Pay, Google Pay) κερδίζουν έδαφος, με τους καταναλωτές να προτιμούν την ασφάλεια και την ευκολία των καρτών και των e-banking συναλλαγών. Την μετάβαση επιτάχυνε φυσικά και η πανδημία, ενώ οι προσδοκίες για ταχύτατη παράδοση, ακόμη και την ίδια μέρα, έχουν εδραιώσει νέες μορφές logistics όπως τα parcel lockers και το click & collect.
Καθώς ωστόσο το ψηφιακό εμπόριο ωριμάζει στη χώρα το στοίχημα για τις επιχειρήσεις είναι η επένδυση στην τεχνολογία, η μείωση των εμποδίων από τη ρυθμιστική πολυπλοκότητα και η προσαρμογή στις νέες καταναλωτικές συνήθειες που διαμορφώνουν το μέλλον του κλάδου. Εκεί συναντώνται άλλωστε και οι βασικές προκλήσεις για την συνέχεια.
Οι προκλήσεις για την συνέχεια
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Μάκης Σαββίδης, Αντιπρόεδρος του GR.EC.A. και CEO της SGC Group, η ελληνική αγορά λειτουργεί υπό αυστηρότερες ρυθμιστικές συνθήκες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω της εφαρμογής της Οδηγίας Omnibus. Όπως σημειώνει, «η ιδιαίτερα αυστηρή εφαρμογή της Οδηγίας στην Ελλάδα έχει επιβάλει δυσανάλογο βάρος στις ελληνικές επιχειρήσεις, αυξάνοντας το κόστος συμμόρφωσης και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους έναντι ξένων παικτών». Επιπλέον, ο φόρος 2% στη διαδικτυακή διαφήμιση συνεχίζει να αυξάνει το λειτουργικό κόστος, δημιουργώντας εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη των τοπικών e-shops.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα για την εξισορρόπηση του ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκών και μη ευρωπαϊκών πλατφορμών, με την εφαρμογή του EU VAT e-commerce package, αυστηρότερους ελέγχους στα τελωνεία και μηχανισμούς φορολογικής συμμόρφωσης. Ωστόσο, οι μη ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξακολουθούν να έχουν προβάδισμα λόγω χαμηλότερων ρυθμιστικών βαρών και κρατικών επιδοτήσεων στις χώρες τους.
Παράλληλα, η ψηφιοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει άνιση. Οι μεγαλύτερες εταιρείες επενδύουν σε e-commerce πλατφόρμες, digital marketing και logistics, ενώ πολλές ΜμΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εμπόδια κόστους και τεχνογνωσίας. Το αποτέλεσμα είναι να μένουν πίσω στην αξιοποίηση εργαλείων όπως CRM, data analytics και ολοκληρωμένες ψηφιακές στρατηγικές.