Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά και το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού για τον Σεπτέμβριο του 2025. Παρά τη σχετική σταθερότητα στη συνολική εικόνα, οι διαφορές ανά φύλο και ηλικία παραμένουν έντονες, αναδεικνύοντας τις διαρθρωτικές προκλήσεις της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Σταθεροποίηση της ανεργίας στο 8,2%
Η συνολική ανεργία στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 8,2% τον Σεπτέμβριο, αμετάβλητη σε σύγκριση με τον Αύγουστο και αισθητά μειωμένη σε σχέση με το 9,5% του 2024. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από το 2008, γεγονός που υπογραμμίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί μετά την περίοδο των μνημονίων και των περιοριστικών πολιτικών.
Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στην τρίτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, μετά την Ισπανία (10,5%) και την Τουρκία (8,6%), τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώθηκε στο 6,3% και της ΕΕ στο 6,0%.
Η σταθερότητα του δείκτη αντανακλά τη σχετική ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και το αυξημένο κόστος δανεισμού. Ο τουρισμός και οι υπηρεσίες διατήρησαν υψηλή απασχόληση το καλοκαίρι, ενώ οι κατασκευές και η πληροφορική συνέχισαν να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Μεγάλο χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών
Το χάσμα φύλου παραμένει ένα από τα πιο έντονα στην Ευρώπη.
Η ανεργία των γυναικών ανήλθε τον Σεπτέμβριο στο 10,9%, έναντι 6,0% των ανδρών – διαφορά άνω των 4,9 ποσοστιαίων μονάδων, το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μαζί με την Ισπανία και την Τουρκία.
Στην Ευρωζώνη, το αντίστοιχο χάσμα είναι πολύ μικρότερο (6,5% για τις γυναίκες έναντι 6,2% για τους άνδρες). Η διαφορά αυτή αποδίδεται κυρίως στη χαμηλότερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, τις διακοπές σταδιοδρομίας λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, αλλά και τη συγκέντρωση σε επαγγέλματα με εποχικό χαρακτήρα.
Παρά τις πρωτοβουλίες και τα προγράμματα για ενίσχυση της ισότητας στην εργασία, η πρόοδος είναι αργή. Αναλυτές σημειώνουν ότι η επανεκπαίδευση και η ευέλικτη απασχόληση θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητες πολιτικής.

Υψηλή ανεργία στους νέους – μικρή αποκλιμάκωση
Η ανεργία των νέων 15–24 ετών παραμένει διπλάσια του γενικού ποσοστού, στο 18,5%, μειωμένη όμως από το 22% πέρυσι. Για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών, η ανεργία είναι στο 7,7%, έναντι 5,5% στην Ευρωζώνη.
Το χάσμα των 10-11 μονάδων μεταξύ νέων και ενηλίκων φέρνει την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις του ΟΟΣΑ όσον αφορά την ανισότητα ευκαιριών στην εργασία. Ο Οργανισμός επισημαίνει ότι η εικόνα αυτή είναι γενικευμένη στην Ευρώπη, καθώς σε όλες τις χώρες ο δείκτης ανεργίας των νέων είναι υψηλότερος, με τη μεγαλύτερη διαφορά να παρατηρείται σε Ισπανία, Λουξεμβούργο και Κολομβία (άνω των 15 μονάδων).
Στην Ελλάδα, η προβληματική σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και η έλλειψη σταθερών ευκαιριών πρώτης απασχόλησης συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη. Το υπουργείο Εργασίας επεξεργάζεται νέα προγράμματα μαθητείας και επιδότησης πρώτης εργασίας, που στοχεύουν να μειώσουν τον δείκτη κάτω από το 17% το 2026.

Σταθερότητα στον ΟΟΣΑ – εξαιρέσεις και χαμηλά ρεκόρ
Συνολικά, σε επίπεδο ΟΟΣΑ, η ανεργία παρέμεινε σταθερή σε 24 από τις 32 χώρες με διαθέσιμα στοιχεία. Αύξηση κατέγραψαν η Ουγγαρία και η Αυστραλία, ενώ μείωση παρατηρήθηκε στη Φινλανδία και στην Αυστρία.
Οι χαμηλότερες ανεργίες στον ΟΟΣΑ εντοπίζονται στην Κορέα (2,5%), η οποία σημείωσε ιστορικό ρεκόρ, στην Ιαπωνία (2,6%), στο Μεξικό (2,7%), στην Τσεχία (3,0%) και στο Ισραήλ (3,0%). Στον αντίποδα, η Ισπανία είναι η μόνη χώρα με διψήφια ανεργία, ενώ η Σουηδία (8,7%) και η Φινλανδία (9,6%) παραμένουν υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Παρά τη βελτίωση των δεικτών, η ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες:
- υψηλή μακροχρόνια ανεργία
- μειωμένη παραγωγικότητα
- και χαμηλή συμμετοχή των γυναικών και των νέων
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι η ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης, η προώθηση της ψηφιακής απασχόλησης και η στήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης μπορούν να περιορίσουν αυτές τις ανισότητες.
Παράλληλα, η αύξηση των κατώτατων μισθών και η εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς αμοιβές αναμένεται να στηρίξουν την απασχόληση και να βελτιώσουν τη θέση των χαμηλόμισθων ομάδων.