Η καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται σε όρους προσιτής στέγασης, συγκοινωνιακών δικτύων, βιώσιμης κινητικότητας και αστικού περιβάλλοντος, κινείται στον ίδιο «διάδρομο» με των υπόλοιπων Ευρωπαίων αλλά τα προβλήματα έχουν πιο οξύ χαρακτήρα, ενώ η υποχρηματοδότηση έργων και υποδομών φράσσει τον δρόμο προς μια ουσιαστική σύγκλιση.
Η νέα έκθεση Eurocities Pulse Mayors Survey 2025, που βασίζεται στις απαντήσεις 86 δημάρχων μεγάλων πόλεων από 26 ευρωπαϊκές χώρες, προσφέρει ένα επικαιροποιημένο «θερμόμετρο» για τις πολιτικές προτεραιότητες, τις κοινωνικές πιέσεις και τις προσδοκίες των αστικών κέντρων της ηπείρου.
Στο επίκεντρο βρίσκονται η κλιματική κρίση, η στέγαση, η βιώσιμη κινητικότητα και η σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ελληνική πραγματικότητα μοιάζει ταυτόχρονα οικεία και πιο ακραία: εκεί που η Ευρώπη μιλά για κρίση, η Ελλάδα συχνά εμφανίζεται στα όρια.
- Ρύπανση: Στις πρώτες θέσεις η Ελλάδα - Ποιες είναι οι πιο μολυσμένες χώρες στον κόσμο
- Λειψυδρία: Δράσεις για να μη διψάσουν οι Έλληνες, το κόστος των επενδύσεων
Προτεραιότητες: Κλίμα, στέγαση και κοινωνική συνοχή στην κορυφή
Στην κλίμακα προτεραιοτήτων των δημάρχων που συμμετέχουν στο δίκτυο Eurocities, η κλιματική δράση βρίσκεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στην πρώτη θέση. Το 63% των δημάρχων την επιλέγει ως κορυφαία προτεραιότητα για το 2025, αναδεικνύοντας τη μετάβαση σε κλιματικά ουδέτερες, ανθεκτικές πόλεις ως στρατηγικό στόχο, παρά το γεγονός ότι η πολιτική προσοχή των ευρωπαϊκών θεσμών έχει κάπως μετατοπιστεί. Δεύτερη έρχεται η προσιτή στέγαση: πάνω από ένας στους τρεις δημάρχους την εντάσσει στις πρώτες επιλογές του, ενώ για έναν στους έξι δημάρχους αποτελεί πλέον την απόλυτη προτεραιότητα, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με πέρυσι. Τρίτο πεδίο είναι η κοινωνική ένταξη και η ισότητα, καθώς η κρίση κόστους ζωής, οι ανισότητες και ο κοινωνικός κατακερματισμός πιέζουν έντονα τα αστικά κέντρα.
Στην Ελλάδα, η εικόνα σε επίπεδο θεματικών είναι αντίστοιχη, αλλά τα μεγέθη πιο οξυμένα. Η κλιματική και ενεργειακή μετάβαση αποτυπώνεται σε εθνικά σχέδια, όπως το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα και ο κλιματικός νόμος, αλλά η καθημερινότητα των πολιτών κυριαρχείται από το κόστος ζωής και τη στέγαση. Οι μεγάλες ελληνικές πόλεις που συμμετέχουν σε δίκτυα όπως η Eurocities, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, μοιράζονται τις ίδιες προτεραιότητες με άλλα αστικά κέντρα στην Ευρώπη, αλλά με πολύ πιο περιορισμένα χρηματοδοτικά και θεσμικά εργαλεία, καθώς λειτουργούν υπό ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και χρηματοδότησης.
Στέγαση: Όταν η ευρωπαϊκή κρίση γίνεται ελληνική υπερ-κρίση
Η ειδική ενότητα της έρευνας για τη στέγαση καταγράφει μια εικόνα κλιμακούμενης κρίσης. Το 39% των δημάρχων δηλώνει ότι στη δική του πόλη η στέγαση είναι πλέον μη προσιτή, με τα ενοίκια ή τις δόσεις στεγαστικών δανείων να ξεπερνούν το ένα τρίτο του εισοδήματος, όριο που θεωρείται διεθνώς ως «βιώσιμο». Το 47% των πόλεων βρίσκεται στη λεγόμενη «ζώνη κινδύνου»: η στέγαση δεν έχει ακόμη καταστεί πλήρως απρόσιτη, αλλά οι τάσεις σε τιμές και εισοδήματα δείχνουν ότι η κατάσταση επιδεινώνεται. Μόνο το 14% των πόλεων δηλώνει ότι η στέγαση παραμένει προσιτή για την πλειονότητα των κατοίκων.
Πίσω από αυτά τα ποσοστά κρύβονται πολύ συγκεκριμένοι παράγοντες. Το 76% των δημάρχων αναφέρει ότι η ζήτηση για κατοικία υπερβαίνει την προσφορά, το 71% επισημαίνει περιορισμένη διαθεσιμότητα γης για νέες κατασκευές, το 60% αναδεικνύει την αύξηση του κατασκευαστικού κόστους ως κρίσιμο παράγοντα, ενώ το 26% θεωρεί ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις συμβάλλουν στην εκτόξευση των τιμών και στην εκτόπιση των μόνιμων κατοίκων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προετοιμάζει Ευρωπαϊκό Σχέδιο Προσιτής Στέγασης για το 2026, προειδοποιώντας ότι πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι στην ΕΕ, ανάμεσά τους 400.000 παιδιά, βρίσκονται ήδη σε κατάσταση αστεγίας.
Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχοι δείκτες δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται όχι απλώς κοντά στο πρόβλημα, αλλά στο πιο ακραίο σημείο του. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναλύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περίπου το 31% των νοικοκυριών στις αστικές περιοχές δαπανούν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για κόστος στέγασης, ενώ στις αγροτικές περιοχές το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 25%. Τα ελληνικά δημόσια κονδύλια για στεγαστική πολιτική παραμένουν από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε αντίθεση με χώρες που διαθέτουν ισχυρά συστήματα κοινωνικής κατοικίας. Παράλληλα, το κόστος των κατοικιών στην Ελλάδα καταγράφει ρυθμούς ανόδου που ξεπερνούν κατά πολύ τα εισοδήματα: οι τιμές ανέβηκαν κατά 13,9% το 2023 και κατά 8,7% το 2024, τη στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε μόνο κατά 8,1% το 2023 και 5,6% το 2024. Σημαντική είναι και η μεταβολή στη δομή της ιδιοκτησίας: το ποσοστό των νοικοκυριών που ζουν με ενοίκιο αυξήθηκε από 22,8% το 2010 σε 30,3% το 2024, κάτι που σημαίνει ότι όλο και περισσότερα νοικοκυριά εκτίθενται σε μια αγορά ενοικίασης που κινείται ταχύτερα από τους μισθούς.
Η ελληνική πραγματικότητα επιβεβαιώνει τις ίδιες αιτίες με εκείνες που αναδεικνύουν οι δήμαρχοι στην Eurocities: μακροχρόνια υποεπένδυση στην κατασκευή νέων κατοικιών, έκρηξη βραχυχρόνιων μισθώσεων, φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα, όπως προγράμματα χρυσής βίζας, που ενθαρρύνουν την αξιοποίηση της κατοικίας ως επενδυτικού προϊόντος, και απουσία συνεκτικής πολιτικής κοινωνικής κατοικίας. Σε όρους προσιτότητας, αν ο μέσος ευρωπαίος δήμαρχος βλέπει την πόλη του να πλησιάζει την «κόκκινη ζώνη», στην Ελλάδα ένα σημαντικό τμήμα των αστικών νοικοκυριών βρίσκεται ήδη πάνω από το όριο επιβάρυνσης, γεγονός που φέρνει τη χώρα πιο κοντά στην κατηγορία της «σαφώς μη προσιτής» στέγασης.
Βιώσιμη κινητικότητα: Ίδιοι στόχοι, διαφορετική αφετηρία
Στον τομέα των μεταφορών, η Eurocities καταγράφει ότι στις ευρωπαϊκές πόλεις η βιώσιμη κινητικότητα και οι δημόσιες συγκοινωνίες αποτελούν τον δεύτερο μεγάλο πυλώνα πολιτικής. Το 60% των δημάρχων θέτει ως κορυφαία προτεραιότητα την επέκταση των δικτύων και υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών, το 48% υπογραμμίζει την ανάγκη να παραμείνουν προσιτές και προσβάσιμες οι μετακινήσεις, ενώ ένα ακόμη 48% θεωρεί κρίσιμη την ανάπτυξη πολυτροπικών, ολοκληρωμένων συστημάτων που συνδέουν λεωφορεία, μετρό, ποδήλατο, περπάτημα, μικροκινητικότητα και logistics. Παράλληλα όμως, το 57% των δημάρχων αναφέρει ότι η ανεπαρκής χρηματοδότηση για επενδύσεις και ανανέωση υποδομών αποτελεί το κύριο εμπόδιο για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, το 43% επισημαίνει το υψηλό λειτουργικό κόστος (ενέργεια, μισθοί, συντήρηση), ενώ το 22% μιλά για γήρανση κρίσιμων υποδομών, ιδίως σε σιδηροδρομικά και μητροπολιτικά δίκτυα.
Οι περιφερειακές τάσεις είναι χαρακτηριστικές: στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης η έμφαση δίνεται στην ηλεκτροκίνηση και στην αξιοποίηση έξυπνων συστημάτων διαχείρισης, στην Ανατολική Ευρώπη το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κάλυψη βασικών αναγκών και στην προσιτή τιμολόγηση, ενώ στη Νότια Ευρώπη, όπου ανήκει και η Ελλάδα, οι πόλεις εστιάζουν στη μείωση της συμφόρησης, στην ενίσχυση των μέσων σταθερής τροχιάς και στην ανάκτηση δημόσιου χώρου από το ΙΧ.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη εντάσσονται πλήρως σε αυτή την εικόνα. Για δεκαετίες αντιμετώπιζαν έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση, υπερφόρτωση κεντρικών αξόνων και μια ισχυρή πολιτισμική και πρακτική εξάρτηση από το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Τα τελευταία χρόνια, μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, χρηματοδοτούνται δράσεις, όπως η αντικατάσταση 220 παλαιών αστικών λεωφορείων με ηλεκτρικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, επενδύσεις σε υποδομές ηλεκτροκίνησης και αναπλάσεις με γνώμονα τη βιώσιμη κινητικότητα. Παρά τα θετικά αυτά βήματα, η Ελλάδα εξακολουθεί να ξεκινά από χαμηλότερο σημείο σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, καθώς οι συνολικές υποδομές μεταφορών και αστικής κινητικότητας έχουν στιγματιστεί από ένα σημαντικό επενδυτικό κενό. Εκεί όπου πολλές ευρωπαϊκές πόλεις συζητούν ήδη για το επόμενο στάδιο, εκείνο της «έξυπνης» πολυτροπικής κινητικότητας, οι ελληνικές πόλεις προσπαθούν ακόμη να διασφαλίσουν βασική επάρκεια, ανανέωση στόλου και στοιχειώδη αξιοπιστία των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Εμπιστοσύνη στην ΕΕ και οικονομική προοπτική
Η Eurocities εισάγει για πρώτη φορά ένα «βαρόμετρο» για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την αντίληψη των δημάρχων για την οικονομική προοπτική. Το 73% των δημάρχων δηλώνει αισιόδοξο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν σε αντίστοιχες έρευνες κοινής γνώμης οι πολίτες της ΕΕ εμφανίζονται αισιόδοξοι σε ποσοστό 62%. Μόνο το 2% των δημάρχων δηλώνει απαισιοδοξία για την ευρωπαϊκή πορεία, ενώ κανένας δεν δηλώνει μηδενική εμπιστοσύνη. Την ίδια στιγμή, το 64% των δημάρχων δηλώνει ότι έχει θετική άποψη για την οικονομική προοπτική της πόλης του, αλλά μόλις το 30% αισιοδοξεί για την εθνική οικονομία της χώρας του. Οι πόλεις εμφανίζονται έτσι ως «νησίδες ανθεκτικότητας» μέσα σε εθνικά περιβάλλοντα που θεωρούνται πιο ασταθή.
Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν μια πιο απαισιόδοξη κοινωνία. Περίπου το 53% των Ελλήνων δηλώνει αισιόδοξο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι περίπου 61% των πολιτών στο σύνολο της ΕΕ, ενώ το 43% των Ελλήνων δηλώνει απαισιοδοξία, έναντι του 35% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν οι πολίτες καλούνται να αξιολογήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα τρία χρόνια, το 44% πιστεύει ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί και μόλις το 17% εκτιμά ότι θα βελτιωθεί.
Η αντίθεση με τη στάση των δημάρχων στην Eurocities είναι χαρακτηριστική. Ενώ οι δήμαρχοι πανευρωπαϊκά βλέπουν την ΕΕ ως πηγή επενδύσεων, χρηματοδότησης και θεσμικής στήριξης, ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών, ειδικά στην Ελλάδα, παραμένει επιφυλακτικό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι πόλεις μπορούν να λειτουργήσουν ως «γέφυρα» ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πολιτικές και την καθημερινότητα των πολιτών: όταν ο δημότης βλέπει απτά έργα – νέο μετρό, ηλεκτρικά λεωφορεία, αναπλάσεις, προγράμματα στέγασης – που συνδέονται ευθέως με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η αφηρημένη δυσπιστία μπορεί να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη αξιολόγηση.
Δημοσιονομική αυτονομία και πρόσβαση σε χρηματοδότηση: Η Ελλάδα ως ακραίο παράδειγμα συγκεντρωτισμού
Ένας ακόμη κρίσιμος δείκτης της Eurocities αφορά στη δημοσιονομική αυτονομία των πόλεων και την πρόσβαση στα διαφορετικά επίπεδα χρηματοδότησης. Λιγότερο από τρεις στους δέκα δημάρχους δηλώνουν ότι η πόλη τους διαθέτει υψηλή δημοσιονομική αυτονομία, με τη συνολική κατανομή να διαμορφώνεται σε 28% (υψηλή αυτονομία), 53% (μέτρια) και 19% (χαμηλή). Η πρόσβαση σε εθνική χρηματοδότηση εμφανίζεται ως μικτή: περίπου το 54% των πόλεων την θεωρεί δύσκολη, το 34% ουδέτερη και το 12% εύκολη. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναδεικνύεται ως το πιο δύσκολο κεφάλαιο, με μόνο το 33% των δημάρχων να δηλώνει ότι η πρόσβαση σε κοινοτικά κονδύλια είναι εύκολη, επικαλούμενοι περίπλοκες διαδικασίες, χρονοβόρες εγκρίσεις και εξάρτηση από εθνικούς ενδιάμεσους. Στον αντίποδα, η περιφερειακή χρηματοδότηση εμφανίζεται ως πιο προσβάσιμη, με σχεδόν το 50% των δημάρχων να δηλώνει πως είναι σχετικά εύκολο να εξασφαλίσουν πόρους από τις περιφέρειες.
Παράλληλα, οι δήμαρχοι ζητούν ενίσχυση της απευθείας σχέσης πόλεων–ΕΕ. Σε ζητήματα, όπως η προσιτή στέγαση, η κλιματική προσαρμογή και η βιώσιμη κινητικότητα, περίπου το 56% των δημάρχων ζητά ειδικούς, άμεσους πόρους από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για τις πόλεις, μέσω εξειδικευμένων αστικών ταμείων, πιο απλών διαδικασιών και λιγότερης εξάρτησης από τα εθνικά φίλτρα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο άκρο του ευρωπαϊκού φάσματος σε αυτό το πεδίο. Το σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης παραμένει έντονα συγκεντρωτικό, με τους δήμους να εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από μεταβιβάσεις του κεντρικού κράτους, τόσο για τη λειτουργία τους όσο και για τις επενδύσεις. Οι δυνατότητες αυτόνομου δανεισμού, η θέσπιση τοπικών φόρων ή τελών με αναπτυξιακό χαρακτήρα και η απευθείας διεκδίκηση κοινοτικών κονδυλίων είναι περιορισμένες. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποτελούν βασικό εργαλείο για έργα σε κλίμακα πόλης, εναπόκεινται στην κεντρική ή περιφερειακή διαχείριση.
Σύγκλιση στις προτεραιότητες, απόκλιση στην ένταση και στα εργαλεία
Η σύγκριση της Ελλάδας με την εικόνα που προκύπτει από την Eurocities Pulse Mayors Survey 2025 αναδεικνύει ένα διπλό συμπέρασμα. Από τη μία πλευρά, οι προτεραιότητες των ελληνικών πόλεων συμπίπτουν απολύτως με εκείνες των μεγάλων ευρωπαϊκών μητροπόλεων: κλιματική δράση, προσιτή στέγαση, κοινωνική συνοχή και βιώσιμη κινητικότητα. Από την άλλη πλευρά, η ένταση των προβλημάτων και ο περιορισμός των εργαλείων καθιστούν την ελληνική περίπτωση πιο δύσκολη.
Στη στέγαση, η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση όπου περίπου το ένα τρίτο των νοικοκυριών είναι υπερφορτωμένο από το κόστος κατοικίας, με τις τιμές να αυξάνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα και με δημόσιες πολιτικές που υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στις μεταφορές, οι ελληνικές πόλεις συμμερίζονται το όραμα για πράσινη, πολυτροπική κινητικότητα, αλλά περιορίζονται από ένα υπόβαθρο υποχρηματοδοτημένων υποδομών και αργών έργων, παρά τα θετικά βήματα των τελευταίων ετών. Στη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δήμαρχοι σε όλη την ήπειρο εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι, ενώ στην Ελλάδα η κοινωνία παραμένει πιο επιφυλακτική, γεγονός που καθιστά κρίσιμο το πώς θα αποδοθούν συγκεκριμένα οφέλη στον αστικό χώρο. Και, τέλος, στη δημοσιονομική αυτονομία, εκεί που ο μέσος ευρωπαίος δήμαρχος μιλά για «περιορισμένη αυτονομία», ο ελληνικός δήμος αντιμετωπίζει ένα ακόμη πιο στενό πλαίσιο, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται κυρίως σε κεντρικό επίπεδο.
Τα ευρήματα της Eurocities Pulse δεν είναι μόνο ένα ευρωπαϊκό στατιστικό αποτύπωμα. Για την Ελλάδα λειτουργούν ως καθρέφτης: δείχνουν ότι οι ελληνικές πόλεις βρίσκονται στον ίδιο ιστορικό διάδρομο με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, αλλά αν δεν ενισχυθούν θεσμικά, χρηματοδοτικά και πολιτικά, κινδυνεύουν να μείνουν στην «ουρά» της μετάβασης, σε μια περίοδο που η αστική πολιτική μετατρέπεται σε κεντρικό πεδίο για το μέλλον της Ευρώπης.