Ως κακό νέο μεταφράζει η Barclays το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για το ελληνικό χρέος και τα ελληνικά ομόλογα τονίζοντας πως η πολιτική ομαλοποίησης της ΕΚΤ εγκυμονεί κινδύνους για τις αδύναμες χώρες της ευρωζώνης.
Μετά από δέκα χρόνια χρηματοπιστωτικής κρίσης το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη έχει σταθεροποιηθεί στο 89% του ΑΕΠ από 69% του ΑΕΠ το 2008 ήτοι σε επίπεδα 20% υψηλότερα από την προ της κρίσης εποχή, σύμφωνα με νέα έκθεση της τράπεζας.
Η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη βελτιώθηκαν και η δυναμική του χρέους παρέμεινε μη εκρηκτική χάρη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE, και τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ, ωστόσο παραμένουν σημαντικές αποκλίσεις στη δυναμική του δημόσιου χρέους μεταξύ των κρατών μελών, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές.
Η Ιταλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και φυσικά η Ελλάδα αγωνίζονται για να σταθεροποιήσουν το δημόσιο χρέος, το οποίο έτσι και αλλιώς διαμορφώνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και βρίσκονται πολύ κοντά ή πολύ πιο πάνω από την κατηγορία χρέους του 100% του ΑΕΠ.
Αυτές κατά πάρα πιθανότητα θα διατηρήσουν τα υψηλά επίπεδα χρέους τους για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ υπάρχει ανησυχία την ώρα που η ΕΚΤ απομακρύνεται από το QE και τα αρνητικά επιτόκια το 2018, να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης για ασθενέστερες χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία.
Βέβαια αυτό, σύμφωνα με την βρετανική τράπεζα, δεν προοικονομεί απαραίτητα μια νέα κρίση χρέους αλλά ότι οι αγορές θα μπορούσαν να απαιτήσουν ένα υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου το οποίο θα έκανε ακόμα πιο δυσμενή τη δυναμική του χρέους.