Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026 προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις που έδωσε σήμερα τη δημοσιότητα. Κινητήριοι μοχλοί της ανάπτυξης θα είναι η κατανάλωση και οι επενδύσεις που στηρίζονται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει στο 1,7% το 2027 μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ το δημόσιο χρέος αναμένεται να υποχωρήσει στο 137% του ΑΕΠ.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά, από το 2,8% το 2025, στο 2,3% το 2026 και να φτάσει το 2,4% το 2027 καθώς η ισχυρή ζήτηση και η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών ενέργειας θα ασκήσουν ανοδικές πιέσεις. Η ανεργία αναμένεται να συνεχίζει να μειώνεται σε επίπεδα που είχαν να εμφανιστούν για περισσότερο από μία δεκαετία και φθάνοντας το 8,2% το 2027, ωστόσο όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές προκλήσεις.
Βαρίδι 500 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό
«Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν ευνοϊκές κατά την περίοδο 2025-2027, διατηρώντας σε γενικές γραμμές σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, παρά τις μειώσεις φόρων και τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Η Κομισιόν σημειώνει πως αναμένονται επιπλέον πιέσεις από υψηλότερες δαπάνες για την υγεία και την άμυνα, καθώς και μια «δημοσιονομική διόρθωση που σχετίζεται με τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ, ισοδύναμη με 0,2% του ΑΕΠ» ή περίπου 473 εκατ. ευρώ σε τιμές 2024 για την οποία δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη χώρα μας το περασμένο καλοκαίρι ή για κάποια επιπλέον πρόβλεψη.
Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου για τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις δημοσιονομικές διορθώσεις που μπορεί να επιβληθούν στη χώρα μας λόγω του ΟΠΕΚΕΠΕ ο Επίτροπος Βάλντις Ντομπρόβσκις δεν σχολίασε σημειώνοντας πως βρίσκονται σε εξέλιξη έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕ σε συνεργασία όπως είπε με τις ελληνικές Αρχές.
Η ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού αναμένεται να διατηρήσουν τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική πορεία, κινούμενος κάτω από το 140% έως το 2027», αναφέρει η Κομισιόν.
Βελτιωμένες εκτιμήσεις για την Ευρώπη
Οι νέες προβλέψεις της Κομισιόν είναι ελαφρώς χειρότερες για την πορεία της οικονομίας το 2025 σε σχέση με τις εαρινές προβλέψεις που έβλεπε ανάπτυξη 2,3% φέτος. Ωστόσο παραμένει σταθερή η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,2% το 2026. Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε σημαντικά προς τα πάνω τις εκτιμήσεις της για την πορεία της οικονομίας στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς η πορεία των πρώτων εννέα μηνών ξεπέρασε τις προσδοκίες.
Έτσι πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη 1,4% για την ΕΕ το 2025 και το 2026 και 1,5% για το 2027. Αναθεωρημένες προς τα πάνω είναι και η εκτιμήσεις για την οικονομία της Ευρωζώνης που αναμένεται να κινηθεί προς τα πάνω με ρυθμούς 1,3% το 2025, 1,2% το 2025 και 1,4% το 2027.
Ανθεκτική οικονομία αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν
Συνολικά, σημειώνει η Κομισιόν, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2025 και καθ' όλη τη διάρκεια του 2026. Και αυτό διότι η επενδυτική δραστηριότητα προβλέπεται να παραμείνει ισχυρή υποστηριζόμενη από τη διψήφια ανάπτυξη των δανειοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπλέον, οι αλλαγές στη φορολογία που θα ισχύσουν από το 2026 αναμένονται να ενισχύσουν την αύξηση των καθαρών μισθών και κατά συνέπεια την ιδιωτική κατανάλωση. Η ζήτηση για εισαγωγές προβλέπεται να παραμείνει ισχυρή, δεδομένων των νέων επενδύσεων.
«Ενώ η οικονομία έχει επιδείξει μέχρι στιγμής ανθεκτικότητα στις εξωτερικές προκλήσεις, μια παρατεταμένη αύξηση της γεωπολιτικής ή εμπορικής αβεβαιότητας και του κόστους χρηματοδότησης θα μπορούσε να επιβαρύνει σημαντικά τις εξαγωγές, ιδίως στον τουριστικό τομέα, και την επενδυτική δραστηριότητα», αναφέρει η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η ζωή μετά το Ταμείο Ανάκαμψης
Η Κομισιόν σημειώνει πως αν και δεν αναμένεται απότομη επιβράδυνση, η ανάπτυξη προβλέπεται να επιβραδυνθεί μετά το 2026, καθώς η εφαρμογή του Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνεται. Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι σχετικά σταθερή, με ρυθμούς 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, πριν μετριαστεί στο 1,7% το 2027.
Βελτιώνεται η αγορά εργασίας
Η ανεργία μειώθηκε στο 8,2% τον Οκτώβριο του 2025, το χαμηλότερο επίπεδό της από το 2009, ωστόσο παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας έχει υποχωρήσει ελαφρώς, παραμένουν όμως υψηλά δείχνοντας μια σχετικά σφιχτή αγορά εργασίας, ιδιαίτερα στους τομείς του τουρισμού και των κατασκευών.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπως τα κενό δεξιοτήτων και τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, ειδικά μεταξύ των γυναικών.
Οι μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,6% κατά την περίοδο πρόβλεψης, κάτι που οφείλεται εν μέρει σε προηγούμενες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και στη μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Αφού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 3,1% το πρώτο εξάμηνο του 2025, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 1,7% έως τον Οκτώβριο, λόγω της μείωσης του πληθωρισμού στις τιμές ενέργειας και υπηρεσιών. Ωστόσο, η ισχυρή ζήτηση και η ακόμη σφιχτή αγορά εργασίας αναμένεται να διατηρήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές καταναλωτή.
Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός προβλέπεται να αποκλιμακωθεί με αργούς ρυθμούς, φτάνοντας στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ενώ ο γενικός πληθωρισμός εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων αναμένεται να μετριαστεί, η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών ενέργειας αναμένεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό στο 2,4% το 2027.
Ψήφος εμπιστοσύνης στα δημοσιονομικά
Η Ελλάδα διατηρεί «μια σταθερή δημοσιονομική θέση» παρά τα μέτρα που λαμβάνει για την φορολογία σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από το 1,2% του ΑΕΠ το 2024 στο περίπου 1,1% του ΑΕΠ το 2022 λόγω μιας αναμενόμενης μείωσης του πρωτογενούς
Το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 1,2% του ΑΕΠ το 2024 σε περίπου 1,1% το 2025. Αυτό αντικατοπτρίζει μια μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 4,7% σε 4,3%, η οποία αντισταθμίζεται εν μέρει από μειωμένες δαπάνες τόκων.
Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος προέρχεται κυρίως από επεκτατικά μέτρα (0,7% του ΑΕΠ), συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.), των υψηλότερων μισθών του δημόσιου τομέα, της επιδότησης ενοικίου με εισοδηματικά κριτήρια και ενός μόνιμου ετήσιου επιδόματος 250 ευρώ για χαμηλοσυνταξιούχους και ευάλωτα άτομα.
Πρόσθετες πιέσεις περιλαμβάνουν υψηλότερες δαπάνες για την υγεία και την άμυνα, καθώς και μια «δημοσιονομική διόρθωση που σχετίζεται με τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ, ισοδύναμη με 0,2% του ΑΕΠ».
Αυτά τα αποτελέσματα αντισταθμίζονται εν μέρει από την αυξημένη είσπραξη εσόδων, η οποία υποστηρίζεται από τα εν εξελίξει μέτρα φορολογικής συμμόρφωσης, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε νέους τομείς για τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, και τα υψηλότερα τέλη τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το 2026, το ισοζύγιο του προϋπολογισμού προβλέπεται να φτάσει στο 0,3%, καταγράφοντας μείωση κατά 0,8 π.μ. σε σύγκριση με το 2025. Αυτό αντιστοιχεί σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ.
Αυτή η μείωση αντικατοπτρίζει κυρίως το πακέτο μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση, το οποίο εκτιμάται ότι θα κοστίσει 0,6% του ΑΕΠ το 2026 και 0,8% του ΑΕΠ το 2027.
Η πρόβλεψη περιλαμβάνει επίσης υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν από 2,4% του ΑΕΠ το 2025 σε 2,6% το 2026.
Το 2027, το πρωτογενές ισοζύγιο προβλέπεται να μειωθεί στο 0,0% του ΑΕΠ, αντιστοιχώντας σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,2%. Αυτή η επιδείνωση στο πρωτογενές ισοζύγιο αντικατοπτρίζει κυρίως τις υψηλότερες δαπάνες τόκων και τον αντίκτυπο του νέου δημοσιονομικού πακέτου.
Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 154,2% το 2024, δηλαδή 55 π.μ. κάτω από τα υψηλά του 2020. Αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, φτάνοντας το 138% το 2027. Η μείωση θα οφείλεται στην ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ καθώς και στα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού.