Upd. 23:50
Mέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο από την αναβάθμιση της αξιολόγησης του ελληνικού χρέους στη βαθμίδα «ΒΒΒ», οι αναλυτές της Scope Ratings προχώρησαν σε αναβάθμιση του outlook από «σταθερό» σε «θετικό», φέρνοντας έτσι πιο κοντά την επόμενη αναβάθμιση.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές του οίκου, η αναβάθμιση του outlook αντικατοπτρίζει τη βελτιωμένη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς και τη θετική δυναμική του χρέους, η οποία στηρίζεται στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση.
«Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σταθερή ανάπτυξη και ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, με ρυθμό αύξησης περίπου 2% το 2025, ξεπερνώντας τους περισσότερους εταίρους της στην Ευρωζώνη» αναφέρει ο οίκος, ενώ κάνει ιδιαίτερη αναφορά τόσο στις θετικές για την ανταγωνιστικότητα μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία και την αγορά εργασίας, όσο και στη συνεχιζόμενη ενίσχυση του τραπεζικού τομέα που ενδυναμώνει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
H Scope σημειώνει επίσης ότι «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να υπεραποδίδουν σε σχέση με τους στόχους, με πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης περίπου 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 3,6% το 2025. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε 122% το 2030, χάρη στη συντηρητική δημοσιονομική πολιτική, την ισχυρή απόδοση των εσόδων και τη μέτρια ονομαστική ανάπτυξη. Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) και ωφελείται από δομή χρέους με μακρές διάρκειες και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης».
Στο εξής, η Scope τονίζει ότι θα παρακολουθεί τη συνέχιση της δημοσιονομικής σύνεσης, την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για τη μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών, καθώς και τη σταθερή βελτίωση της απόδοσης του τραπεζικού τομέα, καθώς αυτοί οι παράγοντες θα είναι κρίσιμοι για τη διατήρηση της θετικής δυναμικής αξιολόγησης της Ελλάδας.
Από τη άλλη πλευρά, οι προκλήσεις που εντοπίζει ο οίκος είναι:
i) το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, που παραμένει μακροπρόθεσμη ευπάθεια παρά τη φθίνουσα πορεία του
ii) διαρθρωτικοί περιορισμοί στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως η περιορισμένη διαφοροποίηση της οικονομίας και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και
iii) εξωτερικές ανισορροπίες λόγω επίμονων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και αρνητικής καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης, καθώς και προκλήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω του ισχυρού δεσμού κράτους-τραπεζών και του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαχειρίζονται οι servicers.
Ισχυρές τράπεζες και πιστωτική επέκταση
Ο οίκος τονίζει ότι «η πιστωτική επέκταση έχει επανεκκινήσει» με τα εταιρικά δάνεια να αυξάνονται κατά 15,9% στο β΄ τρίμηνο του 2025. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν μειωθεί κάτω από 5%, με το ποσοστό NPL στο 3,6% τον Ιούνιο του 2025, κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,2%), αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη απομόχλευση και τη βελτίωση στην εξυπηρέτηση δανείων. Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών παραμένουν ισχυρές, και η κερδοφορία έχει σταθεροποιηθεί, με απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) 13% και καθαρά κέρδη 2,5 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Η Scope σχολιάζει επίσης πως «παρά το γεγονός ότι οι servicers εξακολουθούν να διαχειρίζονται περίπου 94 δισ. ευρώ ιδιωτικού χρέους (περίπου 44% του ΑΕΠ), κυρίως μη εξυπηρετούμενου, το βάρος αυτό εξακολουθεί να επηρεάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά δεν αποτελεί πλέον συστημικό κίνδυνο για τις τράπεζες. «Συνολικά, η ισχυρή κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία και η ρευστότητα του κλάδου, μαζί με τη μείωση των κινδύνων του παρελθόντος, υπογραμμίζουν τη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής ανθεκτικότητας και τη συμβολή της στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Βιωσιμότητα χρέους
«Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας δείχνει βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, υποστηριζόμενη από σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» επισημαίνει η Scope, με τους αναλυτές του οίκου να σχολιάζουν ότι η εκτιμώμενη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ αντανακλά τη συνεχή επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2025-2030 και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
«Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο βασίζεται σε συντηρητικές μακροοικονομικές και εισπρακτικές παραδοχές και σε περιορισμένη αύξηση δαπανών, δημιουργώντας περιθώρια για καλύτερη απόδοση εσόδων εφόσον η ανάπτυξη παραμείνει ανθεκτική» τονίζει ο οίκος. Επισημαίνεται επίσης ότι το ταμειακό απόθεμα των περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) προσφέρει επαρκή κάλυψη ρευστότητας για αρκετά έτη εξυπηρέτησης χρέους, ενισχύοντας τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα του ελληνικού Δημοσίου.
«Το υψηλό ποσοστό μακροπρόθεσμου, χαμηλότοκου χρέους, που διακρατείται κυρίως από θεσμικούς δανειστές, μαζί με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα, ενισχύουν την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους της κυβέρνησης και μετριάζουν τον αντίκτυπο ενδεχόμενης μεταβλητότητας των αγορών ή αυξήσεων επιτοκίων» εξηγεί η Scope.
Ταυτόχρονα, σχολιάζει ότι «η επενδυτική εμπιστοσύνη έχει ενισχυθεί, όπως φαίνεται από τα κρατικά spreads που παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, υποστηριζόμενα από τα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα και τα ισχυρά αποθέματα ρευστότητας». Μάλιστα, η Scope εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση θα επιταχύνει τις πρόωρες αποπληρωμές των GLF, «επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή της για συνετή και προληπτική διαχείριση χρέους, που ενισχύει τη θετική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Προκλήσεις
Μεταξύ των προκλήσεων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Ελλάδα, η Scope προσδιορίζει την περιορισμένη παραγωγική βάση με μεγάλη εξάρτηση από υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι «η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως των γυναικών και των μεγαλύτερων εργαζομένων, παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η γήρανση του πληθυσμού, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και η διαρροή εξειδικευμένων νέων επαγγελματιών περιορίζουν τη δυνητική ανάπτυξη». Τα στοιχεία αυτά «υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης της μεταρρυθμιστικής ορμής στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με έμφαση στην ψηφιοποίηση, την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, ώστε να διατηρηθούν η ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις».
Επίσης, επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως «αν και η κατάσταση έχει βελτιωθεί σε σχέση με την ενεργειακή κρίση του 2022, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει ελλειμματικό, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας. Επιπλέον, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση αντικατοπτρίζει τη συνεχή ανάγκη προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος. Η πρόοδος στην ενεργειακή μετάβαση, που θα μείωνε την εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια, θα μπορούσε σταδιακά να ενισχύσει την εξωτερική θέση της Ελλάδας, αν και η βελτίωση αυτή αναμένεται να χρειαστεί χρόνο για να υλοποιηθεί».