Deutsche Bank: Διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις της συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ - Ποια είναι τα επόμενα βήματα

Δημήτρης Ζάντζας
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Deutsche Bank: Διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις της συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ - Ποια είναι τα επόμενα βήματα
«Πολλά από τα συμφωνηθέντα θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς» σχολιάζει η DB, που υπολογίζει την επίπτωση στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ σε μόλις 0,17%.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν σε συμφωνία-πλαίσιο για το εμπόριο, αποφεύγοντας την επικίνδυνη κλιμάκωση δασμών και εμπορικών αντιποίνων που θα έπλητταν και τις δύο πλευρές, αναφέρει σε έκθεσή της η Deutsche Bank, σχολιάζοντας πως «παρά το γεγονός ότι η ΕΕ απέτρεψε τον κίνδυνο δασμών 30% από τις ΗΠΑ, αναγκάστηκε να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις, μεταξύ των οποίων ένας μέσο επίπεδο δασμών 15% στις περισσότερες εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, επενδύσεις και αγορές δισεκατομμυρίων δολαρίων από αμερικανικές εταιρείες και εξοπλισμούς».

Τι παραχωρεί η ΕΕ

Η Ευρώπη, για να αποφύγει μια εμπορική ρήξη, προχώρησε σε τριπλό «πακέτο» παραχωρήσεων προς τις ΗΠΑ. «Παρότι οι αριθμοί φαίνονται εντυπωσιακοί, η πραγματική οικονομική επιβάρυνση είναι πιο σύνθετη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λιγότερο σημαντική» από όσο αρχικά επικοινωνήθηκε.

Η ΕΕ δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε αγορές συνολικού ύψους 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ μέσα σε τρία χρόνια (περίπου 250 δισ. τον χρόνο). Αυτό περιλαμβάνει κυρίως ενεργειακά προϊόντα (LNG, πετρέλαιο και πυρηνικά καύσιμα) καθώς και τεχνολογικά αγαθά όπως τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, που θα χρησιμοποιηθούν σε νέα ευρωπαϊκά εργοστάσια (AI gigafactories).

Η στόχευση αυτών των αγορών συνδέεται με στρατηγικές ανάγκες της ΕΕ, όπως η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο, με αύξηση των εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ, αλλά και η ενίσχυση της τεχνολογικής αυτονομίας μέσω αυξημένων εισαγωγών αμερικανικών τσιπ, κρίσιμων για την ανάπτυξη εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης.

Ωστόσο, οι αναλυτές της Deutsche Bank επισημαίνουν ότι ο στόχος των 250 δισ. ετησίως είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος. Το 2024, οι ενεργειακές εισαγωγές της ΕΕ από τις ΗΠΑ ανήλθαν μόλις σε 67 δισ. ευρώ (περίπου 73 δισ. δολάρια). Ακόμη και αν αντικατασταθούν πλήρως οι ρωσικές εισαγωγές, το ποσό φτάνει περίπου τα 120 δισ. δολάρια , λιγότερο από το 50% του ετήσιου στόχου.

Το «κενό» ίσως καλυφθεί από αυξημένες εισαγωγές τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, εκτιμούν οι αναλυτές της DB, καθώς οι τρέχουσες εισαγωγές από τις ΗΠΑ είναι χαμηλές, αλλά οι τιμές των τσιπ αυξάνονται ραγδαία (ως και 400% από το 2014) και αναμένεται να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία. Αν η ΕΕ προμηθευτεί τουλάχιστον το 50% των αναγκών της από τις ΗΠΑ και οι τιμές διπλασιαστούν στα επόμενα τρία χρόνια, οι ετήσιες εισαγωγές σε αξία θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 60 δισ. ευρώ (περίπου 66 δισ. δολάρια), συμβάλλοντας στην επίτευξη του στόχου.

Επομένως, ο συγκεκριμένος στόχος είναι δύσκολος, αλλά όχι αδύνατος, ειδικά αν η ΕΕ επιταχύνει τις επενδύσεις στην τεχνολογία και αυξήσει σημαντικά την εξάρτηση από αμερικανικά ενεργειακά και τεχνολογικά προϊόντα.

Ιδιωτικές επενδύσεις

Η ΕΕ δεσμεύτηκε επίσης να επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ. Όμως, το ποσό αυτό προέρχεται αποκλειστικά από ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς κρατική εμπλοκή ή νέα κεφάλαια. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν ήδη σχεδιάσει τέτοιες επενδύσεις και το συγκεκριμένο ποσό αντιστοιχεί σε περίπου 4,5 χρόνια μέσων ροών άμεσων επενδύσεων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ.

Συνεπώς, όπως εξηγεί η Deutsche Bank, δεν πρόκειται για νέα επιβάρυνση της ΕΕ ούτε για εκτροπή κεφαλαίων από ευρωπαϊκές επενδύσεις. Το ποσό έχει συμβολικό και πολιτικό χαρακτήρα, ενισχύοντας τη συνολική εικόνα της συμφωνίας. Αντίθετα με την Ιαπωνία, όπου οι επενδύσεις προς τις ΗΠΑ συντονίζονται από κρατικούς φορείς, στην περίπτωση της ΕΕ είναι καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία.

Αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού

Η συμφωνία προβλέπει επίσης την αγορά αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού αξίας «εκατοντάδων δισ. δολαρίων». Αν και αυτό προκαλεί πολιτικές αντιδράσεις, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί νέα δέσμευση.

Όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, ήδη την περίοδο 2022-2024 η ΕΕ αγόρασε αμυντικό υλικό αξίας 200 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 100 δισ. ευρώ από τις ΗΠΑ. Καθώς η ΕΕ αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες (με στόχο το 3,5% του ΑΕΠ έως το 2035), οι αγορές από τις ΗΠΑ αναμένεται να συνεχιστούν, ιδιαίτερα λόγω τεχνολογικής υπεροχής και επιχειρησιακής διαλειτουργικότητας.

Στο μέλλον, η ΕΕ στοχεύει σε αυτονομία μέσω της ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Μέχρι τότε, η αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων θεωρείται αναμενόμενη και αναγκαία, εξηγούν οι αναλυτές της DB.

Τα επόμενα βήματα

Η συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ για το εμπόριο είναι προς το παρόν πολιτική, όχι νομική, δηλαδή έχει συμφωνηθεί σε ανώτατο επίπεδο αλλά δεν συνοδεύεται ακόμη από επίσημο κείμενο ή κοινή δήλωση. Επομένως, όπως εξηγεί η Deutsche Bank, το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για την οριστικοποίησή της και τη θεσμική της επικύρωση στην Ευρώπη.

Αυτό θα συμβεί σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι η σύνταξη και υπογραφή γραπτής πολιτικής συμφωνίας, όπου θα αποσαφηνιστούν κρίσιμα σημεία, όπως οι τελικές λίστες προϊόντων που εξαιρούνται από δασμούς («zero-for-zero»), οι όροι εφαρμογής των ποσοστώσεων στα μέταλλα (χάλυβας, αλουμίνιο) και η διαχείριση των ανοιχτών θεμάτων όπως οι δασμοί στα φαρμακευτικά προϊόντα και τους ημιαγωγούς.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ηγείται αυτής της διαδικασίας, καθώς η εμπορική πολιτική είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Ήδη ενημέρωσε τους πρεσβευτές των κρατών-μελών για το περιεχόμενο της συμφωνίας.

Το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομοθετική εφαρμογή. Αφού συμφωνηθεί το πολιτικό πλαίσιο, ακολουθεί η νομοθετική διαδικασία στην ΕΕ για την εφαρμογή της συμφωνίας. Αυτό αφορά κυρίως την αλλαγή των δασμών, π.χ. την επιβολή μηδενικών δασμών σε ορισμένα προϊόντα.

Η διαδικασία θα γίνει μέσω κανονικής ευρωπαϊκής νομοθετικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία απαιτείται ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο Υπουργών (τουλάχιστον 15 από τα 27 κράτη-μέλη που εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού της ΕΕ), και απλή πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ακόμη και αν η Γαλλία αντιταχθεί, όπως άφησε να εννοηθεί ο Γάλλος πρωθυπουργός Μπαϊρού χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία «μαύρη μέρα για την ΕΕ», δεν διαθέτει την ισχύ για να μπλοκάρει τη διαδικασία μόνη της, εκτός αν σχηματιστεί ευρύτερη συμμαχία χωρών κατά της συμφωνίας.

Η επίπτωση στο ΑΕΠ

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Deutsche Bank θεωρεί ότι η επίπτωση της συμφωνίας στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι διαχειρίσιμη, αν λάβει κανείς υπόψη το μέγεθος του εμπορικού κινδύνου που αποτράπηκε.

Η DB υπολογίζει ότι, με βάση τους νέους δασμούς 15% και τα προϊόντα που εξαιρούνται, το άμεσο οικονομικό κόστος για την ΕΕ αντιστοιχεί σε απώλεια περίπου 0,5% του ΑΕΠ συνολικά στο διάστημα 2025–2027. Αυτό σημαίνει περίπου 0,17% του ΑΕΠ ετησίως, κυρίως λόγω της μείωσης των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ και των ελαφρώς υψηλότερων τιμών για ορισμένα εισαγόμενα προϊόντα.

Αν οι δασμοί είχαν φτάσει το 30%, όπως απειλούσαν οι ΗΠΑ σε περίπτωση αποτυχίας συμφωνίας, η επίπτωση θα ήταν υπερδιπλάσια, αναφέρουν οι αναλυτές της Deutsche Bank.

Ωστόσο, η Deutsche Bank σημειώνει ότι το πραγματικό κόστος ίσως αποδειχθεί μικρότερο από το 0,5% του ΑΕΠ, επειδή πολλά από τα συμφωνηθέντα (αγορές ενέργειας και τεχνολογίας από τις ΗΠΑ) πιθανόν να γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Επίσης, οι επενδύσεις στις ΗΠΑ είναι ιδιωτικές και δεν «στερούν» επενδύσεις από την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ η σταθεροποίηση του εμπορικού περιβάλλοντος ενδέχεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη επιχειρήσεων και επενδυτών.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάζονται αυτή τη στιγμή

Τέλος ο κανόνας των 100 ml για τα υγρά στις πτήσεις εντός ΕΕ

Συντάξεις: O φόβος για αύξηση των ορίων ηλικίας άνοιξε την πόρτα της «εξόδου» σε 48.000 ασφαλισμένους στο α' τρίμηνο

Οι αντιδράσεις για το deal των δασμών - Τα περίεργα του ΧΑ - Φουσκώνουν τα νερά στο ταμπλό

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider