Την άποψή της πως η ΕΕ θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση εάν συζητήσει με τις ΗΠΑ για πιθανούς εμπορικούς δασμούς αντί να επιβάλει άμεσα αντίμετρα, εξέφρασε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ. Σε συνέντευξή της στους Financial Times επεσήμανε ότι και την τελευταία φορά που η ΕΕ βρέθηκε σε αντίστοιχη κατάσταση, η στρατηγική της «όχι αντίποινα, αλλά διαπραγμάτευση».
Η πρόεδρος της ΕΚΤ επανέλαβε τις προειδοποιήσεις της για τις αρνητικές συνέπειες ενός ολικού εμπορικού πολέμου με την Ουάσινγκτον, υπογραμμίζοντας ότι «θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ορισμένα πράγματα από τις ΗΠΑ και να δώσουμε το σήμα ότι είμαστε έτοιμοι να καθίσουμε στο τραπέζι και να δούμε πώς μπορούμε να συνεργαστούμε». Μάλιστα, κάλεσε τις χώρες - μέλη της ΕΕ να αγοράσουν πιο πολλά αγαθά των ΗΠΑ, όπως αμυντικό εξοπλισμό και LNG.
«Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα καλύτερο σενάριο από μια καθαρή στρατηγική αντιποίνων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπου κανείς δεν είναι πραγματικά νικητής», τόνισε σχετικά με τους δασμούς που έχει εξαγγείλει ο επανεκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με Κίνα, Μεξικό και Καναδά να είναι οι πρώτες χώρες στη λίστα του.
«Σε έναν εμπορικό πόλεμο, μπορείτε σύντομα να δείτε μια κλιμάκωση, η οποία κατά την άποψή μου είναι αμιγώς αρνητική. Αυτό δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον κανενός, ούτε για τις ΗΠΑ ούτε για την Ευρώπη, ούτε για κανέναν. Αυτό θα προκαλούσε παγκόσμια μείωση του ΑΕΠ» διευκρίνισε η Γαλλίδα αξιωματούχος.
Η 68χρονη σημείωσε ότι ο Τραμπ έχει προτείνει ένα ευρύ φάσμα πιθανών επιλογών για δασμούς, υποδεικνύοντας ότι μπορεί να είναι «ανοιχτός στη συζήτηση», καθώς σύμφωνα με την ίδια, πλέον υπάρχει μια ευκαιρία για τους ηγέτες της ΕΕ και τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε νέες διαπραγματεύσεις.
Τέλος, η Σιδηρά Κυρία της ΕΚΤ εκτίμησε πως είναι πολύ νωρίς για να υπολογιστεί ο ακριβής οικονομικός αντίκτυπος των δασμών που έχει προαναγγείλει ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, ενώ έσπευσε να συμπληρώσει χαρακτηριστικά ότι «αν μη τι άλλο, ίσως να υπάρξει μία βραχυπρόθεσμη αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων».