Τι κρίνει μία (νέα) άνοδο επιτοκίων από την ΕΚΤ – Το «καμπανάκι» της Bundesbank

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Τι κρίνει μία (νέα) άνοδο επιτοκίων από την ΕΚΤ – Το «καμπανάκι» της Bundesbank
Σε ένα «κακό» σενάριο εκτόξευσης κατά 30% των τιμών ενέργειας λόγω του πολέμου, αλλά και συνύπαρξης άλλων παραγόντων που θα διατηρήσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, δεν αποκλείεται μία νέα - αυξητική - κίνηση από την ΕΚΤ. 

Κρίσιμος εκτιμά ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Xόακιμ Νάγκελ, ότι θα είναι ο επόμενος μήνας για τις προβλέψεις σε σχέση με την πορεία του πληθωρισμού -καθώς θα συμπεριλάβουν και τις συνέπειες του πολέμου στη Μέση Ανατολή και άρα για τις επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με τον καθορισμό των επιτοκίων.

Yπενθυμίζεται πως η Κομισιόν σε ειδική ενότητα των φθινοπωρινών εκτιμήσεων της για τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα εκτιμά, συγκεκριμένα, ότι ο πόλεμος έχει ήδη προκαλέσει επιπτώσεις: ενώ τον Μάρτιο υπολογίζονταν οι προοπτικές της οικονομίας με μέση τιμή Brent στα 61,6 δολάρια το βαρέλι το 2024 και με 63,9 δολάρια φέτος, πλέον η βασική πρόβλεψη έχει «ανέβει» σε 84,1 δολάρια φέτος, σε 84,5 δολάρια το 2024 και σε 79,6 δολάρια το 2025. Μάλιστα, σε ένα «κακό» σενάριο εκτόξευσης κατά 30% των τιμών ενέργειας λόγω του πολέμου, αλλά και συνύπαρξης άλλων παραγόντων που θα διατηρήσουν τις πληθωριστικές πιέσεις δεν αποκλείει μία νέα - αυξητική - κίνηση από την ΕΚΤ.

Από την πλευρά του, ο Νάγκελ μιλώντας στο 33ο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Συνέδριο Φρανκφούρτης την περασμένη Παρασκευή, υπενθύμισε πως «πέρυσι είδαμε τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος» και ταυτόχρονα ο ίδιος σημείωσε πως δεν «είναι ακόμη σαφές» αν έχουμε δει το «αποκορύφωμα των επιτοκίων».

«H έξαρση του πληθωρισμού απαιτούσε μια αποφασιστική αντίδραση της νομισματικής πολιτικής, και αυτό ακριβώς έκανε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Μεταξύ Ιουλίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2023, αυξήθηκαν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 450 μονάδες βάσης. Αυτή είναι η πιο απότομη αύξηση που έχει σημειωθεί ποτέ στην ιστορία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ο γενικός πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ υποχώρησε σημαντικά από το διψήφιο ανώτατο επίπεδό του τον Οκτώβριο του 2022. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών της ενέργειας, αλλά οφείλεται επίσης στα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής», τόνισε ο ίδιος.

«Επί του παρόντος, με ένα γενικό επιτόκιο 2,9% και ένα βασικό επιτόκιο 4,2% τον Οκτώβριο του 2023, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει δεσμευτεί να επαναφέρει τον πληθωρισμό εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%», συμπλήρωσε ο ίδιος.

Ο επικεφαλής της Bundesbank τόνισε πως «με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που θα συμβάλουν ουσιαστικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα για επαρκές χρονικό διάστημα.

Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του πληθωρισμού υπό το φως των εισερχόμενων στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την εκτίμησή μας σχετικά με την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής», συμπλήρωσε.

Παραπέρα εξήγησε πως «όσον αφορά τις προοπτικές του πληθωρισμού και τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού, οι προβολές των εμπειρογνωμόνων του Σεπτεμβρίου δεν βλέπουν επιστροφή των ρυθμών πληθωρισμού στο 2% πριν από τα τέλη του 2025. Όμως οι αριθμοί αυτοί δημοσιεύθηκαν πριν από τα τρομερά γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Οι σχετικές γεωπολιτικές εντάσεις καθιστούν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές πιο αβέβαιες».

Ο Νάγκελ συμπλήρωσε πως «τα εισερχόμενα στοιχεία και οι προβολές του Δεκεμβρίου θα παράσχουν σημαντικές πληροφορίες για τη λήψη αποφάσεων στην επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου».

«Επιπλέον, οι διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ σημαίνουν ότι η ενιαία νομισματική πολιτική δεν έχει παντού την ίδια επίδραση στις τιμές ή την παραγωγή. Αντίθετα, ο αντίκτυπος διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι μεταβολές των επιτοκίων έχουν ισχυρότερη επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ από ό,τι στην Ισπανία, ας πούμε, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα της Bundesbank», σημείωσε ο Νάγκελ.

Ο ίδιος συμπλήρωσε πως «αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα του σημαντικότερου ρόλου των ευαίσθητων στα επιτόκια τομέων στη Γερμανία, μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας, μιας μεγαλύτερης εστίασης στις εξαγωγές ή ενός μεγαλύτερου ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα. Αντιθέτως, η αντίδραση του επιπέδου των τιμών είναι ισχυρότερη στην Ισπανία από ό,τι στη Γερμανία. Και στην Ιταλία και τη Γαλλία, παρεμπιπτόντως, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα.
Το πιο εμφανές κανάλι μετάδοσης είναι το κανάλι των επιτοκίων. Και ειδικά στη ζώνη του ευρώ με βάση τις τράπεζες, η μετακύλιση των επιτοκίων από τις τράπεζες έχει ιδιαίτερη σημασία».

Ο επικεφαλής της Bundesbank σημείωσε πως «μέχρι στιγμής, έχουμε δει ταχύτερη προσαρμογή των επιτοκίων στις χορηγήσεις των τραπεζών από ό,τι στις καταθέσεις τους. Παρεμπιπτόντως, αυτό είχε ως αποτέλεσμα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίου, ενισχύοντας τα κέρδη των τραπεζών. Τα επιτόκια χορηγήσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά, τόσο για τα δάνεια προς επιχειρήσεις όσο και για τα στεγαστικά δάνεια».

Ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε πως «η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής αντανακλάται τόσο στη μείωση της ζήτησης πιστώσεων όσο και στη μείωση της προσφοράς πιστώσεων. Ωστόσο, η επιβράδυνση του δανεισμού είναι σύμφωνη με αυτό που θα πρότειναν τα υποδείγματά μας με βάση τα πρότυπα που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν.
Οι ανησυχίες ότι οι αυστηρότερες συνθήκες προσφοράς πιστώσεων θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη μετάδοση δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Παρ' όλα αυτά, παρατηρούμε προσεκτικά τα εισερχόμενα στοιχεία, μεταξύ άλλων από την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων. Μέχρι στιγμής, η σύσφιξη έχει παραμείνει εντός του αναμενόμενου εύρους.

Όσον αφορά τις καταθέσεις, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Τα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας ελάχιστα αυξήθηκαν από τότε που άρχισε η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.

Από τον Ιούλιο του 2022, οι τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια αυτά, κατά μέσο όρο, κατά πενιχρές 30 μονάδες βάσης περίπου. Αυτό είναι λιγότερο από ό,τι θα έδειχναν τα ιστορικά πρότυπα. Γνωρίζω πολλούς πελάτες τραπεζών που είναι απογοητευμένοι από αυτό», τόνισε ο Νάγκελ.

«Τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, αντίθετα, έχουν αυξηθεί σημαντικά και σύμφωνα με τις προβλέψεις του υποδείγματός μας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές μετατοπίσεις κεφαλαίων από τις καταθέσεις μίας ημέρας σε προθεσμιακές καταθέσεις. Αλλά ακόμη και έτσι, εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα καταθέσεων μίας ημέρας. Αυτό είναι πραγματικά αξιοσημείωτο. Θα περίμενε κανείς να δει μεγαλύτερες μετατοπίσεις σε πιο κερδοφόρες, αλλά εξίσου ασφαλείς επενδύσεις.

Μένει να δούμε αν ο ανταγωνισμός για τις καταθέσεις των πελατών θα προκαλέσει πιο αισθητή αύξηση των επιτοκίων των καταθέσεων μίας ημέρας στο μέλλον. Προς το παρόν, οι τράπεζες προφανώς επωφελούνται από την υποτονική αντίδραση των πελατών τους λιανικής.

Επιπλέον, οι τράπεζες εξαρτώνται λιγότερο από τις καταθέσεις πελατών απ' ό,τι παλαιότερα, δεδομένου ότι εξακολουθούν να διαθέτουν σημαντικά πλεονάζοντα αποθεματικά στο Ευρωσύστημα. Τα οποία αμείβονται με το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ», σημείωσε.

«Η αποζημίωση των αποθεματικών αποτελεί μέρος της εργαλειοθήκης της νομισματικής μας πολιτικής. Πρόσφατη έρευνα της Bundesbank έδειξε ότι η ίδια η αποζημίωση των αποθεματικών μπορεί να έχει αντίκτυπο στη μετάδοση. Αυτό έχει να κάνει με ένα άλλο κανάλι μετάδοσης, το κανάλι του ισολογισμού. Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής συνοδεύεται συνήθως από μείωση της καθαρής θέσης των τραπεζών- αυτό μπορεί να αποτυπωθεί σε χαμηλότερες τιμές των μετοχών. Και οι τράπεζες με χαμηλότερη καθαρή αξία τείνουν να μειώνουν την προσφορά πιστώσεων».

«Ωστόσο, οι αναλυτές δείχνουν ότι οι τράπεζες με μεγάλα ποσά πλεοναζόντων αποθεματικών επωφελήθηκαν σημαντικά από την αύξηση των αμοιβών. Τα ιδρύματα αυτά είδαν πολύ μεγαλύτερη αύξηση των καθαρών εσόδων τους από τόκους - και τελικά της καθαρής τους αξίας - από ό,τι οι ομοειδείς τους με χαμηλά αποθεματικά. Και οι αναλυτές διαπιστώνουν ότι η προσφορά δανείων αυτών των τραπεζών αντέδρασε λιγότερο έντονα στον πρόσφατο κύκλο ανόδου από ό,τι η προσφορά δανείων των τραπεζών με χαμηλά αποθεματικά.

Με άλλα λόγια, η αυξανόμενη αμοιβή των αποθεματικών μπορεί να εμποδίσει τη μετάδοση, αν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί. Η υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών είναι ένα δοκιμασμένο μέσο νομισματικής πολιτικής που θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου».

Ο ίδιος τονίσε πως «στο σημείο αυτό, δεν βλέπω κανένα λόγο να αποκλείσουμε μια μέτρια αύξηση για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της νομισματικής πολιτικής. Απλώς για να σας θυμίσω, κατά τα πρώτα 13 χρόνια του ευρώ, ο συντελεστής ελάχιστων αποθεματικών ήταν 2%».

«Για μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της μετάδοσης, δεν αρκεί η ανάλυση των επιτοκίων των νέων εργασιών των τραπεζών. Αυτό που έχει επίσης σημασία είναι πόσος χρόνος χρειάζεται για να μεταδοθούν οι μεταβολές των επιτοκίων στα ανεξόφλητα δάνεια. Κατά τη διάρκεια της περιόδου χαμηλών επιτοκίων, πολλοί δανειολήπτες κανόνισαν με τους δανειστές τους μεγάλες περιόδους καθορισμού των επιτοκίων. Αυτό θα τους θωρακίσει από υψηλότερα επιτόκια για κάποιο χρονικό διάστημα. Ενώ αυτό μπορεί να είναι θετικό από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, επιβραδύνει τη νομισματική μετάδοση.

Συνολικά, όμως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μετάδοση στις χρηματοπιστωτικές αγορές λειτουργεί επί του παρόντος καλά. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υπερβολική σύσφιξη.

Τούτου λεχθέντος, είναι σαφές ότι η χρηματοπιστωτική μετάδοση αποτελεί μόνο το πρώτο στάδιο της διαδικασίας. Το δεύτερο στάδιο είναι η μετάδοση της ώθησης στην πραγματική οικονομία και τελικά στις τιμές.

Εάν η νομισματική σύσφιξη υποτίθεται ότι θα μειώσει την πίεση των τιμών, η μείωση της συνολικής ζήτησης είναι αναπόφευκτη. Από αυτή την άποψη, είναι ενθαρρυντικό ότι η νομισματική σύσφιξη επηρεάζει την πραγματική οικονομία.
Ωστόσο, η εξασθένηση της συνολικής ζήτησης δεν σημαίνει απαραίτητα την πρόκληση ύφεσης».

Ο Νάγκελ δήλωσε αισιόδοξο «ότι μπορούμε να αποφύγουμε μια σκληρή προσγείωση της οικονομίας, διότι αρκετοί παράγοντες μετριάζουν τη μετάδοση: ασυνήθιστα σταθερές, αλλά και σφιχτές αγορές εργασίας, ευνοϊκά επίπεδα χρέους μεταξύ επιχειρήσεων και νοικοκυριών και ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα».

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υποδείγματος της Bundesbank, «η σύσφιξη αναμένεται να έχει τη μέγιστη επίδρασή της στην οικονομική δραστηριότητα ήδη το 2023 και στον πληθωρισμό μόλις το 2024. Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος της επίδρασης της μείωσης του πληθωρισμού που προκαλείται από τη νομισματική σύσφιξη δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Αλλά το χρειαζόμαστε για να υλοποιηθεί. Και θα υλοποιηθεί πλήρως μόνο αν την αφήσουμε να λειτουργήσει», τόνισε ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας.

«Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν συνετό να αρχίσουμε να μειώνουμε τα επιτόκια πολύ σύντομα. Αυτό θα ήταν σαν να σβήνετε το φούρνο πριν τελειώσουν τα χριστουγεννιάτικα μπισκότα σας. Μόλις παρατηρήσετε ότι δεν έχουν ψηθεί καλά, θα πρέπει να ζεστάνετε τον φούρνο από την αρχή και θα καταλήξετε να καταναλώνετε πολύ περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια.Τώρα πρέπει να κάνουμε υπομονή και να παραμείνουμε στην πορεία για να αποκομίσουμε τα οφέλη της σύσφιξης από την άποψη του αποπληθωρισμού. Επομένως, τα βασικά επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για ένα επαρκές χρονικό διάστημα. Αν και είναι αδύνατο να προβλέψουμε ακριβώς πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος, είναι εξαιρετικά απίθανο να τελειώσει οποτεδήποτε σύντομα», κατέληξε ο ίδιος.

Φώτο: @associatedpress

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Τα «μηνύματα» για το ελληνικό χρέος, από τις αποφάσεις της Moody’s για Ιταλία και Πορτογαλία

gazzetta
gazzetta reader insider insider