Με μια σιβυλλική δήλωση υποδέχτηκαν την αύξηση του κατώτατου και υποκατώτατου μισθού στα 650 ευρώ (από 586 και 511 ευρώ αντίστοιχα) ο ΣΕΒ και ο ΣΕΤΕ, ενώ καυστική ήταν η ΓΣΕΕ που επανέλαβε το πάγιο αίτημά της να επανέλθει ο βασικός μισθός στα προ κρίσης επίπεδα των 751 ευρώ.
Με μια κοινή ανακοίνωσή τους ΣΕΒ και ΣΕΤΕ επεσήμαναν πως το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της Κυβέρνησης, αλλά συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί. Για να συμβεί αυτό χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να μειωθεί η φορολογία της εργασίας, να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών και να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας», τόνισαν στην ανακοίνωσή τους οι δύο κοινωνικοί εταίροι.
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε, χρησιμοποιείται ως φύλλο συκής για τη μη αποδοχή του κυρίαρχου αιτήματος της ΓΣΕΕ, για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, χωρίς διακρίσεις και με ταυτόχρονη νομοθέτηση της αποκατάστασης της αρμοδιότητας του εφεξής καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, για όλους τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ)» αναφέρει η Συνομοσπονδία.
Η ΓΣΕΕ θεωρεί επί της αρχής, ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι επιβεβλημένη και κινείται σε θετική κατεύθυνση, θέτει όμως τους προβληματισμούς τους σχετικά με το γεγονός πως η αύξηση κατά περίπου 11% του κατώτατου μισθού θα εξανεμιστεί από τη φορολογία εάν εφαρμοστεί η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολόγητου.