Στουρνάρας: Οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Στουρνάρας: Οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα
Tις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας στην πορεία του προς την ανάκαμψη περιέγραψε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση στη Γενεύη.

Η βελτίωση του ελληνικού τραπεζικού τοπίου, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η εξάλειψη ορισμένων παραγόντων κινδύνου είναι θετικά στοιχεία που αναμένεται να αποτελέσουν βασικό μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην εκδήλωση του International Center for Monetary and Banking Studies (ICMB) στη Γενεύη με τίτλο «Διδάγματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα».

Όπως δήλωσε ο κ. Στουρνάρας, στην πορεία του προς την ανάκαμψη, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής αλληλένδετες προκλήσεις:

• Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
• Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.

Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 6,1% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και 17,3% σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές και σε μικρότερο βαθμό από πωλήσεις δανείων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει επίμονα ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ (47,6%). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, μένει να γίνουν ακόμη πολλά. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα.

Η εξυγίανση των ισολογισμών θα είναι πολλαπλώς επωφελής για τις τράπεζες. Πρώτον, θα μειώσει το κόστος του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο παραμένει πολύ υψηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδό του και απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των τραπεζών πριν από προβλέψεις. Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου διατηρεί υψηλό το περιθώριο διαμεσολάβησης, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση δανείων και να διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, θα ενισχύσει τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, δεδομένου ότι κατά κανόνα τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού δεν αποφέρουν τόκους. Τρίτον, μπορεί να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, στο βαθμό που βοηθά να μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά τους. Τέταρτον, θα μειώσει το διοικητικό βάρος και το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού. Τέλος, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων απασχολεί, όπως είναι φυσικό, τις διοικήσεις των τραπεζών και δεν τις αφήνει να επικεντρωθούν στην αναζήτηση επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών. Σε τελική ανάλυση, έργο των τραπεζών δεν είναι η διαχείριση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.

Επιπλέον, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει και αυτό με τη σειρά του το μακροοικονομικό περιβάλλον. Ένας από τους κύριους διαύλους μέσω των οποίων συμβαίνει αυτό είναι η αρνητική επίδραση που ασκούν στην προσφορά πιστώσεων δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επίσης, τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων προκαλούν στρεβλώσεις στην κατανομή των πιστώσεων, καθώς οι τράπεζες διατηρούν τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις προκειμένου να αποφύγουν ή να αναβάλουν την αναγνώριση των ζημιών από τα δάνεια που τους έχουν χορηγήσει, εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι ανταγωνιστικές και έχουν καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές. Όλοι αυτοί οι λόγοι καθιστούν αναγκαία την αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υστέρηση της αποταμίευσης έναντι των επιθυμητών επενδύσεων, καθώς και από συνεχή απομόχλευση.

Έχει επαρκώς τεκμηριωθεί ότι η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό (creditless recovery) είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις. Ωστόσο, μια τέτοια ανάκαμψη δεν είναι αποδεκτή, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δρουν ανασχετικά στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος, όπως το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους και οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις. Η βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών, χάρη στη σταδιακή άνοδο των καταθέσεων, στην αυξημένη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά δανείων με εξασφάλιση και σε μια σειρά εκδόσεων καλυμμένων ομολογιών και τιτλοποιήσεων, είναι ενθαρρυντική εξέλιξη. Πολύ σημαντικό είναι ότι η απεξάρτηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) θα τους επιτρέψει να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα σχέδια πιστωτικής επέκτασης. Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορέσουν να δώσουν προτεραιότητα στη χρηματοδότηση μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης ή επενδυτικά προγράμματα. Είναι επίσης σημαντικό να αποκατασταθεί η πρόσβαση του τομέα των νοικοκυριών σε πιστώσεις μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σχεδόν πλήρους διακοπής τους.

Μια άλλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι διοικήσεις των τραπεζών: να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας για τις ελληνικές τράπεζες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν, όπως προέβλεπαν τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους που συμφωνήθηκαν με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της έγκρισης της κρατικής ενίσχυσης που θα λάμβαναν, να περιορίσουν σημαντικά τις διεθνείς εργασίες τους και από τις εγχώριες εργασίες τους εκείνες που δεν είναι αμιγώς τραπεζικές. Ως εκ τούτου, οι εγχώριες παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες αποτελούν πλέον τη βασική πηγή της οργανικής κερδοφορίας τους και αυτό θα συνεχιστεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αναμφίβολα, οι τράπεζες στην Ελλάδα καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαιτητικό, ενώ ορισμένοι από τους καλύτερους πελάτες τους, δηλ. οι μεγάλες εξωστρεφείς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, έχουν τη δυνατότητα να αντλούν χρηματοδότηση απευθείας από τις διεθνείς αγορές ομολόγων με σχετικά ευνοϊκούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες περιστολής του λειτουργικού κόστους, μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα των τραπεζών, η οποία είναι ήδη εφάμιλλη αυτής των ευρωπαϊκών. Η ανάπτυξη εργασιών που αποφέρουν έσοδα από προμήθειες (π.χ. διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τραπεζοασφάλειες κ.λπ.) μπορεί επίσης να συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους. Αυτονόητο είναι βεβαίως ότι η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider