Παρά το γεγονός ότι το όνομα του Γουόρεν Μπάφετ έχει ταυτιστεί όσο κανενός άλλου με την επενδυτική επιτυχία, ο ίδιος δεν δίστασε ποτέ να χαρακτηρίσει τη σημαντικότερη κίνηση της καριέρας του ως το μεγαλύτερό του λάθος. Η αγορά της Berkshire Hathaway, της εταιρείας-οχήματος μέσω της οποίας δημιούργησε έναν κολοσσό άνω του 1 τρισ. δολαρίων, ήταν –κατά τον ίδιο– «η πιο χαζή μετοχή που αγόρασα ποτέ».
Όταν ο Μπάφετ άρχισε να αγοράζει μετοχές της Berkshire στις αρχές της δεκαετίας του ’60, δεν είχε στο μυαλό του να χτίσει έναν επιχειρηματικό γίγαντα. Αντιμετώπιζε την εταιρεία ως αυτό που ήταν τότε: μια παρακμάζουσα κλωστοϋφαντουργία, με φθηνή μετοχή και αξία κυρίως στα περιουσιακά της στοιχεία. Το σχέδιό του ήταν απλό και καθαρά βραχυπρόθεσμο: να αγοράσει φθηνά και να πουλήσει πίσω στην εταιρεία όταν αυτή ρευστοποιούσε εργοστάσια και επαναγόραζε μετοχές, αποκομίζοντας ένα μικρό αλλά σίγουρο κέρδος.
Το σημείο καμπής ήρθε το 1964, όταν η διοίκηση της Berkshire του πρότεινε να εξαγοράσει το πακέτο του σε συγκεκριμένη τιμή. Όταν όμως η επίσημη προσφορά ήταν χαμηλότερη κατά μόλις ένα όγδοο του δολαρίου από όσα είχαν συμφωνηθεί προφορικά, ο Μπάφετ αντέδρασε συναισθηματικά. Αντί να πουλήσει και να κλείσει τη θέση του, αποφάσισε να αγοράσει περισσότερες μετοχές, να αποκτήσει τον έλεγχο της εταιρείας και να απομακρύνει τη διοίκηση. Μια απόφαση που, όπως παραδέχτηκε αργότερα, ελήφθη περισσότερο από πείσμα παρά από ψυχρή επενδυτική λογική.
Το πρόβλημα ήταν ότι, μαζί με τον έλεγχο της εταιρείας, «κληρονόμησε» και μια κακή επιχείρηση. Η κλωστοϋφαντουργία ήταν ένας κλάδος με κακή οικονομική δυναμική, έντονο ανταγωνισμό και ελάχιστες προοπτικές κερδοφορίας. Για περίπου 20 χρόνια, ο Μπάφετ προσπάθησε να τη σώσει: επένδυσε κεφάλαια, αγόρασε νέο εξοπλισμό, εξαγόρασε και άλλες εταιρείες του κλάδου, στηρίχθηκε σε ικανούς και έντιμους μάνατζερ. Τίποτα όμως δεν άλλαξε τη βασική πραγματικότητα: το ίδιο το επιχειρηματικό μοντέλο ήταν προβληματικό.
Στο μεταξύ, η Berkshire εξελίχθηκε σε όχημα για πολύ καλύτερες επενδύσεις, με κορυφαία την είσοδο στον ασφαλιστικό κλάδο. Όμως, όπως εξηγεί ο ίδιος, το «βαρίδι» της ζημιογόνου κλωστοϋφαντουργίας απορροφούσε κεφάλαια και ενέργεια. Αν, αντί να επιμείνει σε μια κακή επιχείρηση, είχε ξεκινήσει εξαρχής με μια καλή –όπως μια ασφαλιστική εταιρεία εκτός Berkshire– η συνολική αξία του ομίλου θα μπορούσε σήμερα να είναι, κατά τον ίδιο, έως και διπλάσια. Ένα λάθος που, σε όρους ευκαιριακού κόστους, μεταφράζεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Από αυτή την εμπειρία προέκυψε και ένα από τα πιο γνωστά «μαθήματα Μπάφετ»: δεν έχει σημασία πόσο ικανός είναι ένας μάνατζερ, αν η επιχείρηση έχει κακή οικονομική βάση, στο τέλος αυτή θα επικρατήσει. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «όταν ένας μάνατζερ με φήμη ιδιοφυΐας συναντά μια επιχείρηση με φήμη κακής οικονομικής κατάστασης, αυτό που τελικά μένει είναι η φήμη της επιχείρησης». Η επιμονή σε «φθηνές» αλλά κακές επιχειρήσεις ήταν κληρονομιά της πρώιμης επενδυτικής του εκπαίδευσης, την οποία χρειάστηκε δεκαετίες για να εγκαταλείψει πλήρως.
Έτσι, το παράδοξο είναι ότι το μεγαλύτερο λάθος του Γουόρεν Μπάφετ έγινε ταυτόχρονα το θεμέλιο της τεράστιας επιτυχίας του. Η Berkshire Hathaway τον έκανε δισεκατομμυριούχο και θρύλο των αγορών, αλλά είναι και μια καθημερινή υπενθύμιση ότι στην επένδυση -όπως και στη ζωή- δεν αρκεί να αγοράζεις κάτι φθηνό. Πρέπει, πάνω απ’ όλα, να είναι καλό.