Καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις εντείνονται παγκοσμίως, ο κλάδος των αμυντικων βιομηχανιών και η εκτεταμένη -και απαιτητική- εφοδιαστική του αλυσίδα καλούνται να ανταποκριθούν σε μια ιστορική αύξηση της ζήτησης για κάθε είδους εξοπλισμούς: από απλά συμβατικά πυρομαχικά πυροβολικού έως σύνθετα δικτυοκεντρικά συστήματα μάχης που ενσωματώνουν αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης.
Διαβάστε ακόμα: Οικονομία πολέμου και στο... βάθος φόρος άμυνας: Αναζητούνται 1,2 τρισ. ετησίως κρατικές δαπάνες
Η μετάβαση σε αυτό το περιβάλλον «πολεμικής οικονομίας», όπου η ταχύτητα και ο όγκος παραγωγής είναι κρίσιμοι παράγοντες, δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για τις εταιρείες του κλάδου. Τα τελευταία χρόνια, οι αμυντικές δαπάνες διεθνώς αυξάνονται, όμως η παραγωγική ικανότητα του κλάδου εξακολουθεί να λειτουργεί με δομές σχεδιασμένες προ… δεκαετιών, όταν οι αμυντικοί προϋπολογισμοί αποτελούσαν πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ.
Έλλειψη πόρων και υποδομών
Οι αμυντικές εταιρείες παγκοσμίως αντιμετωπίζουν αυξανόμενο όγκο ανεκτέλεστων παραγγελιών, όσο η ζήτηση εκτοξεύεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένοι τύποι οπλικών συστημάτων χρειάζονται πάνω από μια δεκαετία από τη στιγμή της παραγγελίας έως την παράδοση στον πελάτη. Φυσικά, αν ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα προβλέπει την προμήθεια μεγάλου αριθμού τέτοιων συστημάτων, ο συνολικός χρόνος ολοκλήρωσης του προγράμματος επιμηκύνεται.
Πρόσφατα οι αναλυτές του οίκου Fitch σχολίαζαν ότι τα ανεκτέλεστα υπόλοιπα των ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών αυξάνονται ραγδαία μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το ανεκτέλεστο των οκτώ μεγαλύτερων ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών αυξήθηκε 19% το 2024, φτάνοντας τα 291 δισ. ευρώ, από 177 δισ. ευρώ στην αρχή του πολέμου. Μεταξύ άλλων, η Fitch αναμένει ότι, για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση, οι περισσότερες αμυντικές εταιρείες θα δώσουν προτεραιότητα στην επέκταση της υφιστάμενης παραγωγικής ικανότητας και, καθώς οι συγχωνεύσεις και εξαγορές στον αμυντικό κλάδο είναι πολιτικά δύσκολες, οι κοινοπραξίες ή συνεργασίες θα αποτελέσουν την πιο πιθανή λύση για να ικανοποιηθεί η ζήτηση και να μειωθεί ο κίνδυνος υλοποίησης μεγαλύτερων προγραμμάτων.
Χρονοβόρες διαδικασίες
Στο μεταξύ, ειδικά για τον αμυντικό κλάδο, η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας αποτελεί πολυετή διαδικασία. Σε ανάλυσή της η Citi επισημαίνει ότι η επέκταση υφιστάμενων εγκαταστάσεων, η επαναχρησιμοποίηση εργοστασίων ή η κατασκευή νέων απαιτούν μεγάλες επενδύσεις και σημαντικό χρόνο. Πολλές εταιρείες διστάζουν να προχωρήσουν σε τέτοιες επενδύσεις χωρίς να έχουν εξασφαλισμένα μακροπρόθεσμα συμβόλαια από κυβερνήσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε η Citi, οι αμυντικές βιομηχανίες εμφανίζονται διστακτικές να επενδύσουν στην ενίσχυση της παραγωγικής τους δυναμικότητας, μια διαδικασία που απαιτεί 1-3 χρόνια, ακόμη και όταν έχουν εξασφαλισμένα συμβόλαια διάρκειας 6-10 ετών, εφόσον η ορατότητα για τη ζήτηση μετά το πέρας αυτής της περιόδου δεν θεωρείται επαρκής.
Πάντως, η ανάγκη να αυξηθεί η αμυντική παραγωγή έχει οδηγήσει εταιρείες από άλλους βιομηχανικούς κλάδους, όπως αυτοκινητοβιομηχανίες και εταιρείες αεροδιαστημικής, στο να εξετάζουν το ενδεχόμενο εισόδου στην αμυντική παραγωγή, ενώ στο μεταξύ κυβερνήσεις και κατασκευαστές ανά τον κόσμο αναζητούν τρόπους αξιοποίησης ανενεργών εργοστασίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη συμφωνία στην οποία κατέληξε η γαλλική MBDA για συνεργασία με αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας, προκειμένου να επιταχύνει την είσοδο σε μαζική παραγωγή, της τάξης των 1.000 μονάδων το μήνα, ενός νέου τύπου drone-καμικάζι.
Κεφαλαιακές πιέσεις
Η ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές, εργοστάσια και έρευνα & ανάπτυξη αυξάνει σημαντικά τις ανάγκες σε κεφάλαιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Fitch, οι ελεύθερες ταμειακές ροές των οκτώ μεγαλύτερων ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών έφτασαν το 2024 σε επίπεδα-ρεκόρ, στα 8,1 δισ. ευρώ, από 5,2 δισ. ευρώ το 2023.
Από την άλλη, στοιχεία της Citi δείχνουν ότι ο κύκλος μετατροπής μετρητών (Cash Conversion Cycle) στον αμυντικό κλάδο όλο και μεγαλώνει. Αυτό σημαίνει ότι οι αμυντικές εταιρείες χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να μετατρέψουν τις πωλήσεις σε ρευστότητα, αυξάνοντας τις ανάγκες χρηματοδότησης ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να επεκτείνουν την παραγωγή.
Από 131 ημέρες το 2018, το CCA για τον κλάδο αυξήθηκε το 2024 σε 163 ημέρες, πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο του S&P Global 1200 (57 ημέρες). Αντίστοιχα, οι ημέρες είσπραξης απαιτήσεων (DSO) φτάνουν τις 86 ημέρες, έναντι 67 που είναι ο μέσος όρος για τις εταιρείες του S&P Global 1200.
Eφοδιαστική αλυσίδα
Η αμυντική βιομηχανία αντιμετωπίζει μία ακόμα ιδιαιτερότητα, καθώς εξαρτάται από μία εξαιρετικά περίπλοκη και πολυεπίπεδη εφοδιαστική αλυσίδα, όπου ένας προμηθευτής πρώτου επιπέδου (tier-1) μπορεί να εξαρτάται από εκατοντάδες ή και χιλιάδες προμηθευτές δεύτερου και τρίτου επιπέδου.
Σε αυτό το περιβάλλον, ακόμη και μικρές καθυστερήσεις σε κάποιο σημείο της αλυσίδας μπορούν να προκαλέσουν αλυσιδωτές καθυστερήσεις σε όλη τη γραμμή παραγωγής. Η ανάγκη που εμφανίζεται σήμερα για ταχεία αύξηση της αμυντικής παραγωγής, όπως εξηγεί η Citi, καθιστά επιτακτική την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας, ιδιαίτερα για μικρότερους προμηθευτές. Κι αυτό, διότι οι τελευταίοι δεν ωφελούνται από τις προκαταβολές των κρατικών συμβολαίων.
Προκειμένου να προστατέψουν τη συνοχή της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, οι μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες είχαν μειώσει το DPO προς τους προμηθευτές τους (ο μέσος χρόνος που χρειάζεται μια εταιρεία για να πληρώσει τους προμηθευτές της) στις 54 ημέρες το 2024, από 66 το 2020. Με άλλα λόγια, αναγκάζονται πλέον να εξοφλούν γρηγορότερα για να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας και της παραγωγής τους. Κι αυτό, όπως επισημαίνει η Citi, σε αντίθεση με άλλους κλάδους, οι οποίοι στο ίδιο διάστημα έχουν καταφέρει να επιμηκύνουν τις πληρωμές τους.