Νέα «κόκκινα» δάνεια δημιούργησαν οι τράπεζες κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι ροές από εξυπηρετούμενα δάνεια προς μη εξυπηρετούμενα διαμορφώθηκαν στα 2,339 δισ. ευρώ, ενώ οι ροές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τα εξυπηρετούμενα ήταν 1,314 δισ. ευρώ. Συνεπώς προκύπτει αρνητικό ισοζύγιο με τα «κόκκινα» δάνεια να αυξάνονται κατά 1,025 δισ. ευρώ.
Οι νέες εισροές NPEs υπερκαλύπτονται από τα ρυθμισμένα που αναταξινομούνται σε ενήμερα (0,4 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο), τις εισπράξεις (0,4 δισ. ευρώ) τις πωλήσεις (0,2 δισ. ευρώ) και τις διαγραφές (0,2 δισ. ευρώ). Από τα 162 εκατ. που ήταν οι διαγραφές περιόδου τα 79 εκατ. ευρώ ήταν καταγγελμένων απαιτήσεων.
Γι' αυτό, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων, διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025 έναντι 3,8% στα τέλη του 2024. Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε σε 5,843 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 2,4% ή κατά 145 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα τέλη Δεκεμβρίου 2024 (5,988 δισ. ευρώ).
Τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αυξήθηκαν οριακά στα 2,045 δισ. ευρώ, από 2,395 δισ. στα τέλη 2024, εκ των οποίων μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε σε αυτά με καθυστέρηση μεταξύ 91 - 180 ημερών (+101 εκατ. στα 411 εκατ. ευρώ) και ηπιότερη για δάνεια με καθυστέρηση 181 - 360 ημερών (+29 εκατ. στα 353 εκατ. ευρώ). Αύξηση κατέγραψε και το απόθεμα καταγγελμένων απαιτήσεων που έφτασε στα 1,661 δισ. ευρώ. Ο ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) ανήλθε τον Ιούνιο του 2025 σε 3,6% και ο δείκτης αθέτησης (default rate) σε 0,3%.
Το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων (forborne) τον Ιούνιο του 2025 υποχώρησε στα 4,5 δισ. ευρώ, από 5,5 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2024, αντιπροσωπεύοντας το 2,8% του συνόλου των δανείων (από 3,4% το 2024). Η μείωση των ρυθμισμένων δανείων οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές πώλησης μη εξυπηρετούμενων και στις διαγραφές δανείων. Από την άλλη, το 12,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 10,3% στα τέλη του 2024.
Στο εξάμηνο παρατηρείται οριακή μείωση της κατανομής των δανείων με το μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο (Στάδιο 3 - στο 4,2% από 4,5%) λόγω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και ποσοστιαία αύξηση των δανείων με το μικρότερο πιστωτικό κίνδυνο (Στάδιο 1 - στο 88,9% από 88,1%) λόγω της πιστωτικής επέκτασης.
Ευρύτερα, όπως επισημαίνει ο επόπτης, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν συνετά πιστοδοτικά κριτήρια, να εντείνουν τις ενέργειές τους για εξυγίανση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ακολουθούν λελογισμένη μερισματική πολιτική, με γνώμονα την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων τους. Και αυτό διότι υπάρχει ο κίνδυνος επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ή και απότομης προσαρμογής των αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο.