Η ολοκλήρωση της COP30 στην Belém της Βραζιλίας άφησε μια έντονη αίσθηση ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Η διεθνής συμφωνία απέφυγε να θέσει χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό χρήσης των ορυκτών καυσίμων, δεν προσδιόρισε ποιος θα χρηματοδοτήσει την προσαρμογή και δεν ενίσχυσε τις εθνικές κλιματικές δεσμεύσεις. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά για την Ελλάδα, αυτή η παγκόσμια υποχώρηση έχει συγκεκριμένες και άμεσες συνέπειες, που εκτείνονται από την ενεργειακή στρατηγική και τη βιομηχανική μετάβαση έως τη διαχείριση φυσικών καταστροφών και την οικονομία. Ο «κερδισμένος» σε αυτή τη φάση, ωστόσο, φαίνεται να είναι η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας η οποία πλήττεται ήδη έντονα από τα χαλαρά θεσμικά και νομικά πλαίσια σε τρίτες χώρες.
Η ΕΕ σε ρόλο «μοναχικού πρωταγωνιστή»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσήλθε στην COP30 με αυξημένες φιλοδοξίες, αποφασισμένη να διατηρήσει ζωντανό τον στόχο της σταδιακής εξάλειψης των ορυκτών καυσίμων και να διασφαλίσει ενισχυμένη χρηματοδότηση για την προσαρμογή. Το γεγονός ότι η σύνοδος δεν κατέληξε σε δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα απομονώνει την ΕΕ σε έναν ρόλο πρωταγωνιστή που κινείται πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς όμως να έχει την απαραίτητη διεθνή σύμπλευση. Οι ευρωπαϊκοί κλιματικοί στόχοι για μείωση εκπομπών κατά 90% έως το 2040 και πλήρη απανθρακοποίηση έως το 2050 θα υλοποιηθούν σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου μεγάλοι παίχτες, από την Κίνα και τις ΗΠΑ έως τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, επιβραδύνουν τη μετάβασή τους. Αυτό εντείνει τους κινδύνους για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και διαμορφώνει νέα δεδομένα για την ελληνική παραγωγή, η οποία καλείται να λειτουργήσει μέσα σε συνθήκες αυξημένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα σε νέα εποχή κλιματικών κινδύνων χωρίς παγκόσμια θωράκιση
Η αποτυχία της COP30 έχει άμεσες επιπτώσεις για χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται ήδη στο επίκεντρο της κλιματικής κρίσης. Η αύξηση της θερμοκρασίας, οι παρατεταμένοι καύσωνες, οι συχνές και εκτεταμένες πυρκαγιές, οι επαναλαμβανόμενες καταστροφικές πλημμύρες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας συνθέτουν μια εικόνα συνεχούς απειλής. Χωρίς ισχυρό παγκόσμιο πλαίσιο χρηματοδότησης και χωρίς δίκαιη κατανομή πόρων για την προσαρμογή, η Ελλάδα υποχρεώνεται να καλύψει σημαντικές δαπάνες από τον εθνικό προϋπολογισμό. Το κόστος των φυσικών καταστροφών μόνο για την περίοδο 2023-2024 ξεπέρασε τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που δείχνει ότι η κλιματική κρίση έχει ήδη οικονομικό αποτύπωμα που διαπερνά όλους τους τομείς της κοινωνίας.
Κενό χρηματοδότησης για προσαρμογή: Ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα που μεταφέρεται στην Αθήνα
Η παγκόσμια συμφωνία της COP30 αφήνει αναπάντητο το κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης της προσαρμογής, κάτι που μεταφράζεται σε αυξημένο βάρος για την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα. Οι περιορισμένοι ευρωπαϊκοί πόροι για αντιπλημμυρικά και αντιπυρικά έργα, η μεταφορά μεγαλύτερου κόστους στις περιφέρειες και στους δήμους και η ανάγκη αναθεώρησης του ΕΣΕΚ με βάση πιο ακραία σενάρια αποτελούν πλέον πραγματικότητα. Η απουσία ισχυρής παγκόσμιας συμφωνίας αφήνει χώρες όπως η Ελλάδα περισσότερο εκτεθειμένες σε ένα μέλλον με συχνότερους και εντονότερους κλιματικούς κινδύνους.
Ενεργειακός τομέας: Επιτάχυνση της μετάβασης μέσα σε διεθνή αβεβαιότητα
Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση μιας μεγάλης ενεργειακής μετάβασης, η οποία περιλαμβάνει την απολιγνιτοποίηση, την αύξηση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης και την ενίσχυση των ηλεκτρικών δικτύων. Η COP30, ωστόσο, δεν προσέφερε το διεθνές πλαίσιο που θα επιτάχυνε την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Οι διεθνείς τιμές LNG παραμένουν ασταθείς, οι επενδύσεις σε νέες υποδομές φυσικού αερίου συνεχίζονται και η απουσία παγκόσμιας συμφωνίας για το phase-out μπορεί να ενθαρρύνει καθυστερήσεις και σε εθνικά σχέδια.
Κλιματική διπλωματία και ελληνικά συμφέροντα
Η αποτυχία της COP30 αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της ελληνικής παρουσίας στη διεθνή κλιματική διπλωματία. Η Μεσόγειος συγκαταλέγεται στις πιο ευάλωτες περιοχές του πλανήτη, κάτι που δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα αλλά και την ευθύνη να αναδείξει το ζήτημα της κλιματικής δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της ΕΕ, η χώρα πρέπει να προωθήσει τη δημιουργία πιο σταθερών χρηματοδοτικών μηχανισμών για κράτη με υψηλή κλιματική τρωτότητα. Στην παγκόσμια σκηνή, η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει ρόλο συνδετικού κρίκου μεταξύ αναπτυγμένων χωρών και περιοχών που αντιμετωπίζουν άμεσες κλιματικές απειλές, αξιοποιώντας το δικό της παράδειγμα ως επιχείρημα για μια πιο δίκαιη κατανομή πόρων και πιο ισχυρές δεσμεύσεις.
Ευρύτερες συνέπειες για την κοινωνία και την οικονομία
Η απουσία φιλόδοξης συμφωνίας στην COP30 έχει ευρύτερες επιπτώσεις που επηρεάζουν όχι μόνο την περιβαλλοντική πολιτική αλλά και την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Το κόστος ασφάλισης αυξάνεται, οι υποδομές απαιτούν πιο ακριβές επενδύσεις για να γίνουν ανθεκτικές, ο τουρισμός εκτίθεται σε ολοένα πιο ακραίες συνθήκες και η αγροτική παραγωγή αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις από τη θερμότητα, την ξηρασία και τις ακραίες βροχοπτώσεις. Η Ελλάδα, ως χώρα με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και με αγροτικές περιοχές που πλήττονται συστηματικά, βρίσκεται μπροστά σε ένα μέλλον που απαιτεί ακόμη μεγαλύτερους εθνικούς πόρους, ειδικά όταν η διεθνής κοινότητα δεν προσφέρει το αναγκαίο προστατευτικό πλαίσιο.
Η επόμενη μέρα
Μετά την αποτυχία της COP30, η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλουν να κινηθούν ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, χρειάζεται να ενισχύσουν την κλιματική φιλοδοξία στο εσωτερικό, ανεξάρτητα από τον ρυθμό της διεθνούς προόδου. Από την άλλη, πρέπει να διεκδικήσουν στη COP31 πιο δίκαιους και σταθερούς μηχανισμούς χρηματοδότησης, καθώς η Μεσόγειος και ειδικά η Ελλάδα δεν έχουν την πολυτέλεια της αναμονής. Καθώς η διεθνής κοινότητα αφήνει σημαντικά κενά, χώρες όπως η Ελλάδα θα πρέπει να τα καλύψουν μόνες τους, με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος.