Το ποιος θα επωμιστεί τελικά το κόστος των αμερικανικών δασμών παραμένει η «ερώτηση του ενός εκατομμυρίου» -ή πιο σωστά, των πολλών δισεκατομμυρίων- για τους οικονομολόγους εντός και εκτός ΗΠΑ.
Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Η κατανομή αυτού του κόστους επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο και εκατομμύρια εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων αυτών εντός ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του αμερικανικού νομίσματος και, εν τέλει, την επιτυχία ή αποτυχία της οικονομικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει. Ποια είναι λοιπόν τα ενδεχόμενα;
Ένα ενδεχόμενο θα ήταν οι ξένες εταιρείες, αυτές που εξάγουν αγαθά προς τις ΗΠΑ, να μειώσουν τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους τους προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να προστατέψουν το μερίδιό τους στην αμερικανική αγορά.
Ένα άλλο ενδεχόμενο θα ήταν να απορροφήσουν το κόστος των υψηλότερων δασμών οι αμερικανικές εταιρείες. Δηλαδή οι αμερικανικές επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν τα δικά τους περιθώρια κέρδους, αφενός για να συνεχίσουν απρόσκοπτα να εισάγουν ενδιάμεσα ή τελικά προϊόντα και, αφετέρου, για να κρατήσουν τις τιμές τους κοντά στις «παλιές» τιμές, προστατεύοντας τους όγκους πωλήσεων και τους τζίρους τους.
Το τρίτο ενδεχόμενο είναι να «φορτωθούν» το κόστος των δασμών οι Αμερικανοί καταναλωτές, σε περίπτωση που οι εταιρείες στις ΗΠΑ αποφασίσουν να το μετακυλήσουν.
Είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα δούμε έναν συνδυασμό των παραπάνω, και οι παράμετροι που θα καθορίσουν το τελικό «μίγμα» είναι πάρα πολλές. Ενδεικτικά, άλλη ευελιξία έχει π.χ. μια ευρωπαϊκή εταιρεία που καλείται να «απορροφήσει» μια επιβάρυνση της τάξης του 15% και άλλες επιλογές έχει (ή δεν έχει) μια εταιρεία στη Βραζιλία που πιθανόν να βαρύνεται με 50%.
Την ίδια στιγμή, η ελαστικότητα προσφοράς και ζήτησης μεταξύ διαφορετικών αγαθών διαφέρει σημαντικά. Έτσι, διαφορετικές επιλογές θα έχουν οι επιχειρήσεις που εξάγουν π.χ. αγαθά πολυτελείας στις ΗΠΑ, και διαφορετικά όσες εξάγουν είδη πρώτης ανάγκης. Και, βεβαίως, άλλες επιλογές θα κάνει μια επιχείρηση της οποίας οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό επί των πωλήσεων, σε σχέση με εκείνες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική αγορά.
Εξίσου βέβαιο είναι ότι η κατανομή του κόστους μεταξύ ξένων επιχειρήσεων, αμερικανικών επιχειρήσεων και Αμερικανών καταναλωτών θα μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Και εδώ, οι παράμετροι που θα καθορίζουν κάθε φορά αυτές τις μεταβολές είναι πολλές. Κάθε επιχείρηση έχει διαφορετικές αντοχές, αντιμετωπίζει διαφορετικό περιβάλλον ανταγωνισμού, διαθέτει διαφορετική ρευστότητα ή πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό, λειτουργεί σε διαφορετικό φορολογικό καθεστώς, και ούτω καθεξής. Φυσικά, και οι Αμερικανοί καταναλωτές έχουν τις δικές τους αντοχές, με πολλές πρόσφατες έρευνες να δείχνουν ότι ειδικά τα χαμηλότερα εισοδήματα ήδη βρίσκονται στα όριά τους.
Δασμοί εναντίον Δολαρίου
Όπως σχολιάζει σε πρόσφατη ανάλυσή της η Commerzbank, το πρώτο ενδεχόμενο, να επωμιστούν δηλαδή οι ξένες επιχειρήσεις το κόστος των αμερικανικών δασμών, είναι το καλύτερο σενάριο για το δολάριο, καθώς η αγοραστική του δύναμη εντός ΗΠΑ θα παραμείνει ανεπηρέαστη. Σε μια τέτοια περίπτωση, μάλιστα, η αμερικανική κυβέρνηση εξασφαλίζει περισσότερα έσοδα.
Το δεύτερο ενδεχόμενο, να αναλάβουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις το κόστος των δασμών, είναι ελαφρώς πιο αρνητικό για το δολάριο, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα έπληττε και τις τιμές των μετοχών των αμερικανικών εισηγμένων. Παρόλο που αυτό θα μπορούσε να αντισταθμιστεί, τουλάχιστον εν μέρει, από μειώσεις επιτοκίων εκ μέρους της Fed, θα χρειαστεί χρόνος μέχρι όλα αυτά να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν και να αποτυπωθούν στα μεγέθη των εταιρειών. Σε κάθε περίπτωση, θα είναι δύσκολο για τις αμερικανικές επιχειρήσεις να αποφύγουν τη μετακύλιση του κόστους στους καταναλωτές, ιδίως για κλάδους που ήδη λειτουργούν με «σφιχτά» περιθώρια κέρδους.
Το πιο δύσκολο σενάριο για το δολάριο, αλλά και για την αμερικανική κυβέρνηση, θα ήταν το τρίτο ενδεχόμενο, όπου οι καταναλωτές επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος του κόστους. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ενισχύονταν οι πληθωριστικές πιέσεις και πιθανότατα οι καταναλωτές θα υποχρεώνονταν σε μείωση της κατανάλωσης. Δεδομένου ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές είναι ο κύριος μοχλός ανάπτυξης των ΗΠΑ, αυτό θα ενίσχυε γενικότερα τις ανησυχίες για την πραγματική οικονομία.
Το τάιμινγκ και οι παρεμβάσεις του Λευκού Οίκου
Όπως σχολιάζει η Commerzbank, το πιθανότερο είναι οι εταιρείες θα απορροφήσουν μέρος των αμερικανικών δασμών σε αρχικό στάδιο, ενώ στη συνέχεια θα το μετακυλήσουν σταδιακά στους καταναλωτές, με προοδευτικές αυξήσεις τιμών.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους θα προτιμήσουν αυτή τη «σταδιακή» προσέγγιση, είναι για να αποφύγουν την πολιτική πίεση από μια αμερικανική κυβέρνηση που έχει δείξει ότι δε διστάζει να παρέμβει ωμά σε ενδοεταιρικά ζητήματα.
Κανείς δεν έχει ξεχάσει την επίθεση του Λευκού Οίκου στην Amazon, όταν διέρρευσε ότι η εταιρεία σκόπευε να μετακυλήσει το κόστος των δασμών στους καταναλωτές, αναγράφοντας μάλιστα στις τιμές ποια ακριβώς είναι η νέα επιβάρυνση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Amazon υπαναχώρησε υπό την πίεση της κυβέρνησης.
Εξίσου ανησυχητικές, ως προς τα παραπάνω, είναι και οι επιθέσεις του Τραμπ στον διοικητή της Fed για το θέμα των επιτοκίων. Διότι η μετακύλιση του κόστους των δασμών στους καταναλωτές θα ωθήσει τον πληθωρισμό υψηλότερα. Δεδομένης της υψηλής πολιτικής πίεσης, είναι αμφίβολο αν η Fed θα (μπορέσει να) σταματήσει τις μειώσεις επιτοκίων σε ένα τέτοιο περιβάλλον.