Παρά το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μειώνουν την υποστήριξή τους στην ηλιακή ενέργεια, η Goldman Sachs Research αναμένει ότι η ανάπτυξη του κλάδου θα παραμείνει ταχύτατη τουλάχιστον έως το 2030. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμά ότι η δυναμικότητα των εγκαταστάσεων ηλιακής ενέργειες διεθνώς θα φτάσει τα 914 Gigawatt την επόμενη πενταετία, ήτοι 57% πάνω από τα επίπεδα του 2024.
Όπως εξηγεί ο Daan Struyven, συν-επικεφαλής της Goldman Sachs Research για τις παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων, σε σύγκριση με άλλες πηγές ενέργειας «η άνοδος της ηλιακής παραγωγής είναι η ταχύτερη στην ιστορία της ηλεκτρικής ενέργειας».
- Διαβάστε επίσης: Goldman Sachs: Η ΕΕ θα χρειαστεί άμεσα 250.000 εργαζόμενους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
Μέσα σε 11 χρόνια από την έναρξη της μαζικής ανάπτυξης του κλάδου η παραγωγή από φωτοβολταϊκά έφτασε τις 2.129 Τεραβατώρες (TWh), και αντιστοιχούσε στο 8% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αν και ΗΠΑ και Κίνα έχουν μειώσει την υποστήριξή τους προς τον κλάδο, η ηλιακή ενέργεια αναμένεται μακροπρόθεσμα να καλύψει σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, σημειώνει ο ίδιος.

Οι προκλήσεις
Η βιομηχανία της ηλιακής ενέργειας μπορεί να αντιμετωπίσει ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν η περίσσεια ενέργεια που διοχετεύεται στο δίκτυο προκαλεί αρνητικές τιμές χονδρικής ρεύματος.
Όταν η ηλιακή και η αιολική ενέργεια καλύπτουν μεγάλο ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής σε ένα δίκτυο, οι απότομες διακυμάνσεις στη συχνότητα του ρεύματος μπορεί να οδηγήσουν σε διακοπές ρεύματος, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία τον Απρίλιο.
Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της η Goldman Sachs, στην Κίνα δεν επιτρέπεται πλέον πρόσβαση στο δίκτυο για όλα τα νέα εμπορικά και βιομηχανικά έργα μεγάλης κλίμακας στον τομέα των φωτοβολταϊκών. Επιπλέον, τα νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν έχουν πλέον εγγύηση για ελάχιστες τιμές αγοράς ή για ελάχιστους όγκους κατανάλωσης από το δίκτυο.

Σε ό,τι αφορά της ΗΠΑ, ο Struyven εξηγεί ότι η αρνητική στάση της κυβέρνησης απέναντι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τις επενδύσεις στην ηλιακή ενέργεια πριν το 2030. Κι αυτό, διότι έχουν εξασφαλισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις και, σε συνδυασμό με την επανεξέταση των πολιτικών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι όποιες σημαντικές συνέπειες μετατίθενται για μετά το 2028.
Οι κινητήριες δυνάμεις
Η Goldman Sachs Research εντοπίζει τρεις δομικούς παράγοντες που πιθανότατα θα συνεχίσουν να στηρίζουν την ταχεία ανάπτυξη του κλάδου.
Πρώτον, το κόστος των φωτοβολταϊκών πάνελ μειώνεται ταχύτατα, όσο αυξάνεται η παραγωγή τους. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το κόστος τείνει να μειώνεται κατά 20% κάθε φορά που η σωρευτική παραγωγή διπλασιάζεται, σε έναν θετικό κύκλο ανατροφοδότησης: η μείωση του κόστους ενισχύει τη ζήτηση, αυξάνει την προσφορά, και με τη σειρά της προκαλεί νέα μείωση του κόστους. «Το επενδυτικό κόστος έχει μειωθεί ταχύτερα για τα φωτοβολταϊκά πάνελ σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο επενδυτικό αγαθό στη σύγχρονη ιστορία, περιλαμβανομένων των υπολογιστών και του εξοπλισμού επικοινωνιών», σημειώνει ο Struyven.

Δεύτερον, το οριακό κόστος «καυσίμου» για την ηλιακή ενέργεια είναι μηδενικό. Με άλλα λόγια, δεν κοστίζει τίποτα η παραγωγή κάθε επιπλέον μονάδας ηλεκτρικής ενέργειας πέραν του αρχικού κόστους εγκατάστασης και της συντήρησης των πάνελ.
Τρίτον, τα φωτοβολταϊκά πάνελ είναι αρθρωτά: διατίθενται σε μικρά μεγέθη με σταθερές τιμές, διευκολύνοντας την αποκεντρωμένη παραγωγή ρεύματος. Αντίθετα, οι θερμικοί ή πυρηνικοί σταθμοί είναι συνήθως μεγάλης κλίμακας με υψηλό σταθερό κόστος.
Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της προσφοράς στην αγορά των φωτοβολταϊκών πάνελ, η GS αναγνωρίζει ότι υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, καθώς μόνο η παραγωγική δυναμικότητα της Κίνας καλύπτει το 200% της παγκόσμιας ζήτησης. Ωστόσο, αυτό δεν αναμένεται να αποτελέσει εμπόδιο. Αν υπάρξει κάποιο «φρενάρισμα» στην ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας, αυτό «είναι πιο πιθανό να προέλθει από τη μείωση της πολιτικής στήριξης και από τις διακυμάνσεις στην προσφορά ρεύματος, παρά από ελλείψεις σε πάνελ», σημειώνει ο Struyven.