Μπορεί να σταθεροποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες, δεν παύουν ωστόσο να στέλνουν ανησυχητικά σήματα. Ο λόγος για τις αγορές κρατικών ομολόγων και δη των αμερικανικών που είδαν ξανά τις αποδόσεις τους στα ύψη εν μέσω ανησυχιών ότι τα χρέη και τα ελλείμματα σε πολλές κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη είναι εκτός ελέγχου.
Δύο γεγονότα θα ορίσουν την περαιτέρω πορεία τους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ η τύχη του αμερικανικού νομοσχεδίου με τις σαρωτικές φορολογικές μειώσεις «ακροβατεί» επικίνδυνα πάνω από τις αγορές, για τα τρισεκατομμύρια δολάρια που έρχεται να προσθέσει στο ομοσπονδιακό έλλειμμα και στο χρέος των ΗΠΑ.
Πρώτος και βασικός παράγοντας, οι εξελίξεις γύρω από το μέτωπο των δασμών, μετά την απόφαση του αμερικανικού δικαστηρίου διεθνούς εμπορίου του Μανχάταν που έκρινε αντισυνταγματικούς τους περισσότερους δασμούς και την άμεση ακύρωσή της λίγο αργότερα από το Εφετείο σε προσωρινή βάση. Τώρα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απειλεί να αυξήσει τους δασμούς αλουμινίου και χάλυβα, που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αρχική απόφαση του δικαστηρίου, στο 50%, ενώ εξαπολύει μύδρους κατά της Κίνας, ότι παραβίασε την εκεχειρία των 90 ημερών. Κλιμάκωση της εμπορικής έντασης θα επέφερε ξανά νέο πλήγμα στην τάση ανάληψης ρίσκου και θα ωθούσε τους επενδυτές στο ασφαλές καταφύγιο των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, χωρίς ωστόσο αυτό να δίδει εχέγγυα ομαλότητας λαμβάνοντας υπόψη το τεράστιο χρέος των ΗΠΑ.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που, σύμφωνα με τις έως τώρα ενδείξεις, θα κινηθούν ξανά σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε νέα επιτοκιακή μείωση στη συνεδρίαση της επόμενης Πέμπτης στις 5 Ιουνίου μετά δε και τη νέα αποκλιμάκωση που παρουσίασαν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό σε Ιταλία και Ισπανία.
Ωστόσο, η Fed που συνεδριάζει 17/18 Ιουνίου αναμένεται να κρατήσει και πάλι στάση αναμονής, καθώς ο πρόεδρός της Τζερόμ Πάουελ έχει ξεκαθαρίσει ότι η κεντρική τράπεζα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να έχει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα για την οικονομία και τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Περαιτέρω καθυστέρηση ωστόσο στη μείωση των επιτοκίων – μαζί με επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων για πληθωρισμό και οικονομία – θα μπορούσε να φέρει νέους τριγμούς στην αγορά κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, κάτι που θα επηρεάσει και τις υπόλοιπες μεγάλες αγορές.
Λιγότερο ελκυστική η αγορά
Τα μηνύματα που στέλνει η αγορά κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ είναι ότι η Αμερική γίνονται ολοένα και λιγότερο ελκυστική στους διεθνείς επενδυτές σε μία περίοδο ωστόσο που η αμερικανική κυβέρνηση τους χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά για να χρηματοδοτήσει τα τεράστια ελλείμματα και χρέος.
Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας είναι η δεινή και συνεχώς επιδεινούμενη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι κατά 23% μεγαλύτερο τους πρώτους επτά μήνες του έτους συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι το νομοσχέδιο Τραμπ με τις φορολογικές μειώσεις θα διογκώσει το έλλειμμα κατά 2,3 τρισ. δολάρια την προσεχή 10ετια και αυτό βασίζεται σε κάποιες αισιόδοξες εκτιμήσεις. Θα είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο εάν υπάρξει ύφεση, αυξηθεί το κόστος δανεισμού, οι φορολογικές μειώσεις παραταθούν και πέρα από τα τέλη του 2029, οι εμπορικές πολιτικές υπονομεύσουν την παραγωγικότητα ή η πάταξη της μετανάστευσης πλήξει την προσφορά εργασίας.
Μία και μόνο η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά 10 μονάδες βάσης θα μπορούσε να προσθέσει 351 δισ. δολάρια στο ομοσπονδιακό έλλειμμα σε ορίζοντα 10ετίας. Επίσης, μία ετήσια πτώση 10% στον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας ή της αγοράς εργασίας θα μπορούσε να προσθέσει 388 δις. ή 184 δισ. δολάρια αντίστοιχα.
Όλο αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο στο πλαίσιο του οποίου τα ελλείμματα προϋπολογισμού και το κόστος δανεισμού θα ωθούν ανοδικά το ένα το άλλο. Ουσιαστικά, αυτό δεν μπορεί να γίνεται εσαεί. Μόνο ένας δημοσιονομικός εξορθολογισμός, αντίστοιχος με αυτόν που επέβαλε η αγορά κρατικών ομολόγων στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990, θα μπορούσε να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο και αυτό θα ήταν επώδυνο, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η αγορά αμερικανικών 10ετών κρατικών ομολόγων έχει αυξηθεί από περίπου 5 τρισ. δολάρια το 2008 σε 29 τρισ. δολάρια σήμερα, καθώς η κυβέρνηση έχει μειώσει τους φόρους, αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες - ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Καθώς όμως το χρέος έχει αυξηθεί, η ζήτηση έχει πληγεί με τους ξένους επενδυτές να περιορίζουν την έκθεσή τους κατά την τελευταία δεκαετία, μια κίνηση που έχει επιταχυνθεί από την πολιτική των δασμών Τραμπ. Πολλοί είναι αυτοί που έχουν προειδοποιήσει ότι οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, οι εμπορικοί πόλεμοι και τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους παγκοσμίως σημαίνουν ότι οι «τεκτονικές πλάκες» της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίζονται.
Αυξάνονται οι φωνές προειδοποίησης
Ο Τζέιμι Ντίμον, ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι η αμερικανική αγορά ομολόγων θα «σπάσει» υπό το βάρος του αυξανόμενου χρέους των ΗΠΑ και κάλεσε την κυβέρνηση Τραμπ να επαναφέρει την Αμερική σε μια πιο βιώσιμη τροχιά.
Ο διευθύνων σύμβουλος της δήλωσε την Παρασκευή στους FT ότι είχε προειδοποιήσει ρυθμιστικές αρχές: «Θα δείτε μια ρωγμή στην αγορά ομολόγων. Αυτό θα συμβεί και θα πανικοβληθείτε».
Η προειδοποίηση από τον επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ σχετικά με την αύξηση των κινδύνων για την αγορά ομολόγων των ΗΠΑ - η οποία καθορίζει το κόστος δανεισμού για τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρέη παγκοσμίως - υπογραμμίζει ότι η Wall Street καθίσταται όλο και πιο ανήσυχη για την αύξηση των επιπέδων του χρέους.
Ακόμη και πριν από την εισαγωγή της νομοθεσίας με τις φορολογικές μειώσεις, η οποία ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων την περασμένη εβδομάδα και βρίσκεται υπό εξέταση για ψήφιση στη Γερουσία, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου είχε προβλέψει ότι το χρέος των ΗΠΑ ως αναλογία του ΑΕΠ θα υπερβεί τα επόμενα χρόνια το ζενίθ της δεκαετίας του 1940.
«Απλά δεν ξέρω εάν η κρίση θα ξεσπάσει σε έξι μήνες ή έξι χρόνια», δήλωσε ο Ντίμον στους FT, στο πλαίσιο του Εθνικού Οικονομικού Φόρουμ Reagan στην Καλιφόρνια, καλώντας την κυβέρνηση να αλλάξει την τροχιά του χρέους και να ζητήσει από τις ρυθμιστικές αρχές να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στις τράπεζες για να ενισχύσουν την ικανότητά τους για διαπραγμάτευση ομολόγων.
Τα σχόλιά του απηχούν εκείνα του προέδρου της Goldman Sachs Τζον Γουάλντρον, ο οποίος νωρίτερα αυτή την εβδομάδα προειδοποίησε ότι ο αντίκτυπός του ολοένα και αυξανόμενου χρέους στην αγορά ομολόγων είναι ο μεγάλος κίνδυνος ειδικά στους μακροπρόθεσμους τίτλους που συνεχίζουν να υποστηρίζουν το κόστος του κεφαλαίου στην οικονομία, σε μία εξέλιξη που φρενάρει την ανάπτυξη.
Το είχε θέσει με τον πιο εμφατικό τρόπο ο Τζέιμς Κάρβιλ, σύμβουλος του πρώην Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990: «Εάν υπήρχε μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω όχι ο πρόεδρος ή ως πάπας ή ως παίκτης του μπέιζμπολ, θα ήθελα να επιστρέψω ως αγορά κρατικών ομολόγων. Γιατί μπορεί να φοβίσει και να επιβληθεί στους πάντες», ακόμη και στις κυβερνήσεις…