Σύμφωνα με μελέτες του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, περισσότερο από το 80% των δαπανών υγείας απορροφούνται από τα χρόνια (εκφυλιστικά) νοσήματα η επίπτωση των οποίων είναι συνάρτηση της ηλικίας, με τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω να πάσχουν τουλάχιστον από μια πάθηση και τα άτομα άνω των 68 ετών από περισσότερες υποκείμενες παθήσεις.
Το κακό με τα υποκείμενα νοσήματα που «έρχονται» με την ηλικία είναι πως η συνύπαρξη τους δεν αυξάνει προσθετικά αλλά πολλαπλασιαστικά τον κίνδυνο και αντίστοιχα πολλαπλασιάζει τις δαπάνες υγείας. Σε ημερίδα του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, ο Κώστας Αθανασάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας, στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) και ο Κυριάκος Σουλιώτης, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου περιγράφουν πώς η επένδυση στην πρόληψη με την υψηλή ανταποδοτικότητα των παρεμβάσεων συμβάλλει στη μείωση- σε βάθος χρόνου- των δαπανών υγείας και στη βελτίωση των δεικτών υγείας του πληθυσμού και παρουσιάζουν τα ευρήματα δύο μελετών αναφορικά με τη στάση του ελληνικού λαού απέναντι σε αυτές τις παρεμβάσεις.
Προφανώς οι πολιτικές υγείας που θωρακίζουν έναν πληθυσμό και βελτιώνουν τους δείκτες υγείας του περνούν μέσα από την βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου (άμεσα συναρτώμενη με τους μισθούς), τα συχνά τσεκάπ, την τήρηση των κανόνων σωστής διατροφής και άσκησης -όπου εκεί έχουμε χαμηλό σκορ- και τον εμβολιασμό καθώς πολλά από τα χρόνια νοσήματα προλαμβάνονται μέσω του εμβολιασμού, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις.
Όπως επισημαίνει ο Κυριάκος Σουλιώτης, σε έρευνα του πανεπιστημίου Πελοποννήσου σε περίπου 1000 νοικοκυριά, διαπιστώθηκε ότι το 30% των συμπολιτών μας δεν γνωρίζει ότι υπάρχουν εμβόλια για ενήλικες, ένα έτερο 30% τα γνωρίζει αλλά δεν τα κάνει γιατί θεωρεί ότι δεν κινδυνεύει και το τελευταίο 30% δηλώνει πως κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του αναφορικά με τον εμβολιασμό στην διάρκεια της πανδημίας, άρα διακατέχεται από εμβολιαστική κόπωση. Το πιο διαδεδομένο εμβόλιο που όλοι γνωρίζουμε είναι της γρίπης, το οποίο δεν έχει κάνει ποτέ ένας στους 3 ενήλικες (γιατί δεν φοβάται τη γρίπη), αλλά την ίδια στιγμή το 75% του ίδιου δείγματος θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένο τον εμβολιασμό των παιδιών και μάλιστα εκτιμά ότι θα έπρεπε τα παιδιατρικά εμβόλια να είναι όλα υποχρεωτικά για να εγγραφεί ένα παιδί στο σχολείο.
Υψηλή ανταποδοτικότητα
Από έρευνα που πραγματοποίησε ο τομέας Οικονομικών της Υγείας του ΠΑΔΑ, προκύπτει ότι οι Έλληνες και οι Κύπριοι είναι οι δύο λαοί στην Ευρωπαΐκή Ένωση που πιστεύουν ακράδαντα ότι τα εμβόλια προλαμβάνουν σοβαρά χρόνια νοσήματα, όπως επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Κώστας Αθανασάκης. Η Ελλάδα έχει μαζί με το Λουξεμβούργο κατέχουν ένα εξαιρετικό ποσοστό στον εμβολιασμό των παιδιών που πλησιάζει το 100%, ενώ έχουν γίνει αρκετές έρευνες που αποδεικνύουν ότι τα εμβολιασμένα παιδιά στο σχολείο έχουν καλύτερη πρόοδο γιατί αρρωσταίνουν λιγότερο, χάνουν λιγότερες σχολικές ώρες και συνεπώς έχουν καλύτερη απόδοση. Επιπλέον η ανταποδοτικότητα των εμβολίων είναι πολύ υψηλή: Για κάθε ευρώ που δαπανούμε στον εμβολιασμό, 14-39 ευρώ επιστρέφουν στο σύστημα υγείας και στην κοινωνία, ενώ ειδικά για τα εμβόλια του κορονοϊού για κάθε ευρώ που δαπανήσαμε στον εμβολιασμό 4-8 ευρώ επιστρέφουν στο σύστημα υγείας και στην κοινωνία. Όπως υπογραμμίζει ο Κώστας Αθανασάκης ο κρατικός προϋπολογισμός για τα εμβόλια βρίσκεται στα 215 εκατομμύρια ευρώ (αυτό είναι το κόστος της αγοράς τους από τον ΕΟΠΠΥ) και σε αυτόν τον προϋπολογισμό θα προστεθούν και άλλα 40 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για χωριστό προϋπολογισμό που εξαιρείται της φαρμακευτικής δαπάνης και στο σημείο αυτό οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι έχουμε ένα από τα καλύτερα προγράμματα εμβολιασμού παγκοσμίως και πως τα εμβόλια είναι δωρεάν, ανεξάρτητα από το καθεστώς ασφάλισης για τους ανθρώπους που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες. Συνεπώς είναι δωρεάν και για τους ανασφάλιστους.

Υγιής γήρανση
Τα εμβόλια για τους ενήλικες έχουν ακριβώς αυτόν τον στόχο: Να προστατέψουν τους ευάλωτους και να διασφαλίσουν την υγιή γήρανση –που αποτελεί τη νέα παγκόσμια τάση στα συστήματα υγείας, λόγω του εξελισσόμενου δημογραφικού. Η ευαλωτότητα ωστόσο, σύμφωνα με τον Χρήστο Λιονή, Καθηγητή Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν θα έπρεπε να κρίνεται μόνο μέσα από την ηλικία και τα υποκείμενα νοσήματα, αλλά και από το κοινωνικό και οικονομικό προφίλ και στις περιοχές μεγάλης ευαλωτότητας ο ρόλος του φαρμακοποιού, σαν σύμβουλος υγείας είναι ακόμα πιο καθοριστικός. Υπάρχουν ευάλωτες ομάδες όπως οι μετανάστες, οι Ρομά, οι Πομάκοι της Θράκης που ζουν σε περιθωριοποιημένα ή αποκλεισμένα περιβάλλοντα και θα έπρεπε να θεωρούνται a priori υγειονομικά ευπαθείς, ανεξάρτητα από την ηλικία τους και το αν έχουν υπέρταση ή δισλιπιδαιμία.
Για τα εμβόλια, οι συμπολίτες μας απευθύνονται σε ένα ποσοστό άνω του 60% στους φαρμακοποιούς και σε μία κλίμακα εμπιστοσύνης από το μηδέν έως το 10, οι έλληνες βαθμολογούν τους φαρμακοποιούς με 7,8, τους γιατρούς με 7,1, τον ΕΟΦ με 6,4, τις Ενώσεις Ασθενών με 6,2 και τα ΜΜΕ με 3,4. Το εμβόλιο της γρίπης που προστατεύει από χρόνια αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα έκανε πέρσι το 64% του πληθυσμού, με το σχετικά χαμηλό αυτό ποσοστό να ευθύνεται για το γεγονός ότι κάθε χρόνο (και το 2024) χάνουμε περίπου 200 συμπολίτες μας από επιπλοκές της γρίπης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το μεγαλύτερο ποσοστό αντιγριπικού εμβολιασμού το «πιάσαμε» στα χρόνια της πανδημίας που ο κόσμος φοβήθηκε το ενδεχόμενο της συλλοίμωξης και εμβολιάστηκε σε ποσοστό 74%. Αυτός ο απλός και φαινομενικά αυτονόητος εμβολιασμός δεν μάς προστατεύει μόνο από μια πνευμονία ως επιπλοκή, αλλά και από ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου, μετά από μια πνευμονία που θα καταστήσει τρωτό το μυοκάρδιο και θα οδηγήσει μοιραία σε καρδιακή ανεπάρκεια, με την πάροδο των ετών.