Το χάσμα παραγωγικότητας - μισθών προσδιορίζει το επίπεδο συνθηκών διαβίωσης και ανισοκατανομής εισοδήματος. Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα (2020 έως 2024), η παραγωγικότητα στην Ευρωζώνη εμφανίζεται στάσιμη, ενώ οι μισθοί υπόκεινται σε διαρκείς πιέσεις προς τα κάτω.
Σύμφωνα με την σχετική μελέτη του ΚΕΠΕ και του Βλάση Μισού, κατά τα τελευταία έτη η παραγωγικότητα των χωρών - μελών της Ευρωζώνης παραμένει στάσιμη. Οι ήπιες, αλλά συνεχείς μειώσεις της ανεργίας στα επίπεδα του 6,2% αδυνατούν να συμβάλλουν στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στις αγορές της Ευρωζώνης, ενώ, παράλληλα οι μεταβολές του μέσου μισθού διέρχονται από έντονες διακυμάνσεις, με την πτωτική τάση να είναι κυρίαρχη.
Το μεγάλο χάσμα μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης και την πολύ χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αποτυπώνουν και τα στοιχεία της DZ Bank. Η υψηλή παραγωγικότητα διευκολύνει την αύξηση των μισθών και της ανταγωνιστικότητας, ενώ η στασιμότητα εγκυμονεί κινδύνους, ειδικά σε κοινωνίες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού, επισημαίνει ο γερμανικός επενδυτικός οίκος.
Η Βόρεια και η Δυτική Ευρώπη εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις, ενώ η Νότια και η Ανατολική Ευρώπη τις πιο χαμηλές. Ετσι, για παράδειγμα, στο Λουξεμβούργο μία ώρα δουλειάς παράγει περίπου 163 μονάδες αγοραστικής δύναμης, σχεδόν πέντε φορές περισσότερα από τη Βουλγαρία.
Στην Ιρλανδία μία ώρα δουλειάς παράγει πάνω από 138 μονάδες, στην Ολλανδία 89,5 μονάδες και στη Γερμανία 79 μονάδες. Αντίθετα μία ώρα δουλειάς στην Ελλάδα παράγει 48,3 μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, από το 2018 έως και το 2023, το μέσο χάσμα μεταξύ παραγωγικότητας και μισθών στους βασικούς κλάδους (εκτός αγροτικού τομέα και Δημοσίου) υπολογίζεται θετικό, αποκαλύπτοντας τη διαρθρωτική παθογένεια της άνισης αμοιβής για την παραγωγή στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης, κατά την εξαετή περίοδο που εξετάζεται εμφανίζεται ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ. Η αύξηση του μισθού στην Ελλάδα μεταξύ 2018–2023, είναι μόλις 7% (2η θέση από το τέλος στην ΕΕ), όταν για την ΕΕ ο μέσος όρος των αυξήσεων υπολογίζεται σε 19%. Στην Κύπρο η άνοδος στον μέσο μισθό προσαρμοσμένο με βάση το κόστος ζωής είναι 23%, ενώ πολύ πιο μεγάλη είναι η άνοδος σε Βουλγαρία και σε Ρουμανία σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία που χρησιμοποιεί το ΚΕΠΕ.
Παράλληλα το χάσμα παραγωγικότητας - μισθών ανά ώρα εργασίας είναι θετικό σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, εκτός από τον κλάδο που αφορά τις δραστηριότητες του λιανικού εμπορίου.
Το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους με θετικό χάσμα παραγωγικότητας - μισθών (δηλαδή που ο ρυθμός μεγέθυνσης της παραγωγικότητας είναι μεγαλύτερος του αντίστοιχου ρυθμού αύξησης των μισθών) από το 45% σκαρφάλωσε στο 70% τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα στο διάστημα 2021-2023.
