Το ζήτημα της στέγασης αναδεικνύεται σε μείζον πρόβλημα τα τελευταία χρόνια, καθώς η αδυναμία εξεύρεσης προσιτής στέγης (με ενοίκιο ή αγορά) αναγκάζει τους 35άρηδες να παραμένουν στο πατρικό τους σπίτι παρότι δουλεύουν και έχουν το δικό τους εισόδημα.
Ακόμη κι ένας μέσος μισθός δεν είναι ικανός να συντηρήσει ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό χωρίς ιδιόκτητη στέγη, ενώ αν το σενάριο περιλαμβάνει οικογένεια (έστω και με ένα παιδί) η απόκτηση κατοικίας φαντάζει άπιαστο όνειρο, χωρίς τη βοήθεια κάποιων από τα επιδοτούμενα στεγαστικά προγράμματα που «τρέχει» το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Όπως μάλιστα δήλωσε η αρμόδια υπουργός, Δόμνα Μιχαηλίδου, κατά το πρόσφατο Συμβούλιο υπουργών, «δημογραφική πολιτική και στέγαση βρίσκονται στο επίκεντρο για την επιβίωση της Ευρώπης».
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα πιο τελευταία στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό νεαρών ενηλίκων (έως 34 ετών) που ζουν με τους γονείς τους, όντας «μισθωτοί πλήρους απασχόλησης» ξεπερνά το 39%. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλό, αν σκεφτεί κανείς πως στις χώρες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 34,8%.
Σύμφωνα με έκθεση του ΙΔΕΜ και της Ιφιγένειας Κοκκάλη με τίτλο «Δημογραφικό και υπογεννητικότητα στην Ελλάδα σήμερα», το 2023 οι νέοι στην Ελλάδα αφήνουν το σπίτι των γονιών τους στα 30,6 έτη κατά μέσο όρο, ενώ στην ΕΕ σε ηλικία 26,3 ετών.
Δεδομένου ότι η συμβίωση των νέων ζευγαριών αυξάνει τις πιθανότητες έλευσης του πρώτου παιδιού και επιταχύνει τη δημιουργία οικογένειας, όσο περισσότερο αυξάνεται η ηλικία αποχώρησης από την οικογενειακή εστία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αυξάνεται και η μέση ηλικία γάμου και η αντίστοιχη για την απόκτηση των παιδιών.
Αυτό, σωρευτικά, και σε συνδυασμό με άλλες αρνητικές παραμέτρους, έχει επιπτώσεις όχι μόνον στη δημιουργία οικογένειας και στην ηλικία τεκνοποίησης, αλλά και στον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενεές. Επομένως, όταν η Πολιτεία κρούει των κώδωνα του κινδύνου για το «δημογραφικό» και την υπογεννητικότητα, οφείλει ταυτόχρονα να μεριμνήσει για το ζήτημα της στέγασης των νέων ενηλίκων.
Υπενθυμίζεται πως οι Έλληνες μόνο για ενοίκιο, δαπανούν περίπου το 60-70% των μηνιαίων αποδοχών τους. Το κόστος μίσθωσης στα περισσότερα σπίτια στην Αττική ξεπερνά τα 500 ευρώ το μήνα, ενώ ακόμη και για μικρά διαμερίσματα μέχρι 50 τ.μ. οι τιμές ξεκινούν από τα 400 ευρώ. Όσο για τα οικογενειακά διαμερίσματα, οι τιμές σπανίως πέφτουν κάτω των 600-700 ευρώ το μήνα, ακόμη και σε περιοχές που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν συμφέρουσες (π.χ. Δυτικά προάστια).
Μειώνεται η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα
Στο παρελθόν, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης των Ελλήνων (σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους) αποτέλεσαν δικλείδα ασφαλείας για δύσκολες περιόδους (πχ. λιτότητας, μνημονίων). Ως έναν βαθμό, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης υποκαθιστούσαν την ανύπαρκτη κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα, αλλά και την απουσία ουσιαστικής μέριμνας για οικονομικά προσιτή στέγη, από μεριάς της Πολιτείας.
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται σημαντική μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, από 74,0% το 2014, σε 69,6% το 2023.
Ταυτόχρονα, το 2022, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τον ενωσιακό μέσο όρο όσον αφορά τον μέσο αριθμό δωματίων ανά άτομο: 1,6 δωμάτια/άτομο στην ΕΕ έναντι 1,3 για την Ελλάδα. Επίσης, με βάση τα ίδια στοιχεία, το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα ζει σε συνθήκες υπερπληθυσμού της κατοικίας τους, έναντι 16,8% στην ΕΕ.
Η εικόνα χειροτερεύει εάν εξετάσουμε χωριστά τους νέους ηλικίας 15-29 ετών που ζούσαν σε «υπερπλήρη νοικοκυριά»: στην ΕΕ ανέρχεται σε 26% (έναντι 16,8% για το συνολικό πληθυσμό), ενώ ειδικά στην Ελλάδα φτάνει το 46% (έναντι 27,5-28% στον συνολικό πληθυσμό).