Μετά τη συμφωνία του Συμβουλίου Υπουργών Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 5 Νοεμβρίου 2025 για την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα φάση εφαρμογής της πολιτικής της για το κλίμα. Η επίτευξη του ενδιάμεσου στόχου μείωσης των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, θεωρείται ένα φιλόδοξο αλλά και δύσκολο εγχείρημα. Πίσω από τη συμβιβαστική συμφωνία που επιτεύχθηκε μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, κρύβονται κρίσιμες προκλήσεις για την αξιοπιστία, τη συνοχή και την κοινωνική αποδοχή του νέου πλαισίου.
Η πρώτη μεγάλη πρόκληση αφορά στη χρήση ευελιξιών και διεθνών πιστωτικών μορίων, τα οποία μπορούν να καλύψουν έως και το 5% του στόχου για το 2040, με πιλοτική εφαρμογή από το 2031. Αν και η ρύθμιση αυτή προσφέρει στα κράτη μέλη βαθμό ελευθερίας, αρκετοί αναλυτές προειδοποιούν ότι ενδέχεται να οδηγήσει σε χαλάρωση της πραγματικής μείωσης εκπομπών εντός της ΕΕ, εάν δεν συνοδευτεί από αυστηρούς ελέγχους για την ποιότητα και την προέλευση των πιστώσεων. Όπως σημειώνουν, το ζητούμενο είναι η διασφάλιση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας, ώστε η επίτευξη των στόχων να μη βασιστεί σε «λογιστικές» αντισταθμίσεις αλλά σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με την ίδια την υλοποίηση του στόχου. Η μείωση κατά 90% μέσα σε 15 χρόνια απαιτεί τεράστιο τεχνολογικό και επενδυτικό άλμα, ιδίως σε τομείς που χαρακτηρίζονται ως «δύσκολοι στην απανθρακοποίηση», όπως η βαριά βιομηχανία, η ναυτιλία, οι οδικές μεταφορές και ο κτιριακός τομέας. Η καθυστέρηση ενός έτους στην εφαρμογή του ETS2 για τα κτίρια και τις μεταφορές, από το 2027 στο 2028, καταδεικνύει τα εμπόδια που υπάρχουν στο πρακτικό επίπεδο. Η διαθεσιμότητα των κατάλληλων τεχνολογιών, η χρηματοδότηση και η κοινωνική αποδοχή των αλλαγών παραμένουν ανοιχτά ζητήματα.
Εξίσου σημαντικό είναι το κοινωνικό ζήτημα της δίκαιης μετάβασης. Η νέα συμφωνία του Συμβουλίου επισημαίνει ότι η εφαρμογή των κλιματικών πολιτικών πρέπει να γίνει με τρόπο δίκαιο, ισορροπημένο και οικονομικά βιώσιμο. Ωστόσο, η μετατροπή αυτής της αρχής σε απτές πολιτικές δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, να στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αγρότες, να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή φτώχεια και να διατηρήσουν τη συνοχή των κοινωνιών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία της πράσινης μετάβασης θα κριθεί τελικά στο πεδίο, στα νοικοκυριά και στις τοπικές οικονομίες.
- Κλίμα: Ποιες χώρες «κολλάνε» στους στόχους για το 2040, η στάση της Ελλάδας
- Κλίμα: Η ασυμφωνία για τον στόχο του 2040, το παρασκήνιο και η θέση της Ελλάδας
Η τέταρτη μεγάλη πρόκληση αφορά στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ΕΕ επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιβολή αυστηρών κλιματικών δεσμεύσεων και στη διατήρηση της βιομηχανικής της ισχύος. Η ανάγκη προστασίας των ευρωπαϊκών εξαγωγών και η αποφυγή διαρροής εκπομπών προς τρίτες χώρες είναι ζητήματα που έχουν τεθεί με εμφαντικό τρόπο από τις κυβερνήσεις. Ο μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα και οι κρατικές ενισχύσεις για πράσινες επενδύσεις θεωρούνται κρίσιμα εργαλεία, ωστόσο η εφαρμογή τους απαιτεί λεπτούς χειρισμούς ώστε να μη διαταραχθεί η ευρωπαϊκή αγορά.
Εξίσου καθοριστικός παράγοντας θα είναι η διακυβέρνηση του νέου πλαισίου και η αξιοπιστία των ελέγχων. Η ρήτρα επανεξέτασης που εισήχθη επιτρέπει την αναθεώρηση του στόχου του 2040 ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, αλλά η αποτελεσματικότητα αυτού του μηχανισμού θα εξαρτηθεί από τον βαθμό διαφάνειας, τον ρεαλισμό των αξιολογήσεων και την πολιτική βούληση για συνεπή εφαρμογή.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται επίσης στους τομείς που παραδοσιακά δυσκολεύονται να μειώσουν εκπομπές, όπως η ναυτιλία, τα αεροπορικά καύσιμα και η αποθήκευση άνθρακα. Η ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών σε αυτούς τους τομείς θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ωστόσο, το υψηλό κόστος επενδύσεων και οι ανισότητες ανάμεσα στα κράτη μέλη δημιουργούν κινδύνους για μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων στην πράσινη μετάβαση.
Πώς θα επηρεαστεί η Ελλάδα από την αναθεώρηση του Κλιματικού Νόμου
Για την Ελλάδα, η νέα συμφωνία αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση. Από τη μια πλευρά, η χώρα πέτυχε να ενσωματώσει στο τελικό κείμενο τις θέσεις της για την κοινωνική συνοχή, την περιφερειακή ισορροπία και τη ρήτρα ευελιξιών, διασφαλίζοντας ότι η μετάβαση δεν θα επιβαρύνει δυσανάλογα τα ευάλωτα στρώματα. Από την άλλη, η υλοποίηση των στόχων προϋποθέτει σημαντικές επενδύσεις σε τομείς όπως η ναυτιλία, οι μεταφορές, η βιομηχανία και οι νησιωτικές υποδομές. Η ενεργειακή αναβάθμιση των νησιών, η στήριξη της βιομηχανίας χαμηλών εκπομπών και η ενίσχυση των πράσινων θέσεων εργασίας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για μια δίκαιη και αποτελεσματική μετάβαση. Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Καινοτομίας, του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης και του ΕΣΠΑ είναι κρίσιμη για να μπορέσει η χώρα μας να μετατρέψει τη νέα κλιματική πολιτική σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής σταθερότητας.
Η επόμενη διετία θα δείξει αν η Ευρώπη θα καταφέρει να μετατρέψει τον νέο Κλιματικό Νόμο σε εργαλείο πράσινης προόδου και κοινωνικής συνοχής ή αν θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα όρια της φιλοδοξίας της. Για την Ελλάδα, το στοίχημα είναι να αποδείξει ότι μπορεί να συνδυάσει την περιβαλλοντική υπευθυνότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ανθεκτικότητα σε μια εποχή βαθιών μετασχηματισμών.
Ήδη έχει ξεκινήσει ο σχεδιασμός για τα επόμενα βήματα, καθώς η κοινή θέση του Συμβουλίου θα αποτελέσει τη βάση για τις διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την τελική μορφή του αναθεωρημένου Κλιματικού Νόμου.