Όταν δημοσιεύθηκε στις 5 Δεκεμβρίου, η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ από τον Λευκό Οίκο, οι Ευρωπαίοι παρακολούθησαν με έκπληξη και σοκ τις δηλώσεις ότι συμμετείχαν σε μια «πολιτισμική παρακμή».
Η έκφραση αυτή δεν αφορούσε μόνο απλές πολιτικές διαφορές, αλλά υποδήλωνε ότι η Ευρώπη, όπως την αντιλαμβάνονται οι συντάκτες του εγγράφου, κινδυνεύει να χάσει την πολιτισμική και κοινωνική της ταυτότητα υπό την πίεση των κοινωνικών και δημογραφικών αλλαγών. Ωστόσο, η φύση του εγγράφου - που αποτελεί ουσιαστικά ένα πολιτικό μανιφέστο υπέρ του κινήματος MAGA - εξηγεί την ιδεολογική και εννοιολογική του αδυναμία.
Αδυναμία ουσιαστικής ανάλυσης διεθνούς ασφάλειας
Το κείμενο αγνοεί πλήρως τις σημαντικές γεωπολιτικές, κλιματικές και τεχνολογικές ανατροπές που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως οι συγκρούσεις στην Ουκρανία, η κλιματική κρίση που επηρεάζει την επισιτιστική ασφάλεια και η ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και των κυβερνοαπειλών, σημειώνει η Le Monde. Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας επικεντρώνεται σε ιδεολογικές εμμονές, αποκαλύπτοντας περισσότερο το εσωτερικό πολιτικό τοπίο και τις ανησυχίες της Αμερικής παρά τις πραγματικές διεθνείς προκλήσεις.
Το πρόγραμμα αυτοπροβάλλεται ως «κοινή λογική» και υποστηρίζει ότι αποτελεί τη μοναδική λύση για την αποκατάσταση της εθνικής ταυτότητας, μιας ευάλωτης οικονομίας και της αξιοπρέπειας των πολιτών που υπέφεραν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, την αποβιομηχάνιση και την κρίση της εποχής του Covid-19. Η στρατηγική περιγράφει μια Δύση σε παρακμή, την οποία αξιολογεί αποκλειστικά μέσω ενός πρίσματος φυλετικών προκαταλήψεων και εθνικισμού.
Η γαλλική εφημερίδα Le Monde σχολιάζει ότι πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικού κινήματος, το οποίο στερείται ουσιαστικής αναλυτικής βάσης και δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή προσέγγιση για τα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας. Κατ’ επέκταση, εγείρεται το κρίσιμο ερώτημα: «Χωρίς συμμάχους, χωρίς αξιοπιστία και χωρίς αρχές, πού κατευθύνεται τελικά η Αμερική;».

Επιπτώσεις για τη Δύση, την Ευρώπη και τις διεθνείς συμμαχίες
Η στρατηγική αυτή ενισχύει την αυτοπεποίθηση Κίνας και Ρωσίας, οι οποίες μπορούν να υποδεχτούν με ικανοποίηση την αμερικανική αδυναμία. Η επιείκεια που δείχθηκε προς αυτές τις δυνάμεις ενίσχυσε την αντίληψή τους ότι η αμερικανική ηγεμονία φθίνει, όχι τόσο λόγω εξωτερικών προκλήσεων, αλλά κυρίως ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αυτοκαταστροφής. Για δεκαετίες, οι δύο χώρες ονειρεύονταν την αποδυνάμωση του μοντέλου που βασίζεται σε φιλελεύθερες αξίες, δημοκρατία και ελεύθερο ανταγωνισμό. Παρά το γεγονός ότι η πλήρης ανατροπή αυτού του συστήματος απέχει ακόμη, το κείμενο υποδηλώνει ότι η έλλειψη σεβασμού ή ακόμη και θαυμασμού προς την Αμερική και η επικράτηση του φόβου ή της αγανάκτησης αποτελούν δείκτη σημείου καμπής στο διεθνές σύστημα.
Πέρα από τις γεωπολιτικές συνέπειες, η στρατηγική έχει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η έμφαση σε μια «αποκλειστικά αμερικανική προσέγγιση» ενδέχεται να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ και άλλες πολυμερείς συμμαχίες, αφήνοντας την Ευρώπη πιο ευάλωτη σε πιέσεις από αντίπαλες δυνάμεις. Παράλληλα, η στρατηγική μετατρέπει την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε ζήτημα ιδεολογικής ταυτότητας και όχι πραγματικών στρατηγικών συμφερόντων, γεγονός που προκαλεί αβεβαιότητα σε διεθνείς αγορές και σε χώρες που εξαρτώνται από την αμερικανική στήριξη.
Η Le Monde καταλήγει ότι η νέα στρατηγική αποδυναμώνει τη Δύση, ενώ ενισχύει τους αντιπάλους της, επικαλούμενη παραδείγματα όπως η μετανάστευση, η μείωση των γεννήσεων στην Ευρώπη και η υποτιθέμενη λογοκρισία της ελευθερίας του λόγου.
Το αποτέλεσμα είναι μια Αμερική που φαίνεται να απομονώνεται, αγνοώντας τις πραγματικές απειλές και εστιάζοντας σε ιδεολογικά ζητήματα, με σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος και τη συνοχή των παραδοσιακών διεθνών συμμαχιών.