Ο μηδενισμός της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία (σήμερα οι εισαγωγές ενέργειας είναι στο 13%) και η επίτευξη των στόχων της Ενεργειακής Κοινότητας με την πλήρη ενοποίηση των κρατών-μελών αποτέλεσαν το κεντρικό μήνυμα της υπουργικής συνόδου της Ενεργειακής Κοινότητας της ΝΑ Ευρώπης που διεξάγεται σήμερα στην Αθήνα.
Από το βήμα του Ζαππείου, ο Επίτροπος Ενέργειας, Dan Jørgensen, επεσήμανε ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει 100% ανεξάρτητη από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας και ότι η ΕΕ δεν θα επιτρέψει στη Ρωσία να μετατρέπει άλλο την ενέργεια σε όπλο και μέσο εκβιασμού ούτε να καταστρέφει τις υποδομές της Ουκρανίας. Μάλιστα, όσον αφορά στην Ουκρανία, αναφέρθηκε στην ευρωπαϊκή στήριξη και στην ανάγκη να υποστηριχθεί για να χτίσει ανθεκτικά συστήματα.
Αναφερόμενος στην Ενεργειακή Κοινότητα και τις εργασίες της σημερινής συνάντησης, ο κ. Jørgensen σημείωσε ότι έχει συντελεστεί πρόοδος αλλά χρειάζεται πολύς δρόμος ακόμα για να διασυνδεθούν οι αγορές πλήρως και να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Γενικός Διευθυντής της Ενεργειακής Κοινότητας, Artur Lorkowski, επεσήμανε ότι η Ελλάδα, λόγω θέσης, αποτελεί ένα «παράθυρο» για την περιοχή για την προώθηση των ενεργειακών στόχων και για τα συστήματα ηλεκτρισμού και ότι η διακρατική συνεργασία και η ενεργειακή ολοκλήρωση θα φέρουν οφέλη για την οικονομία και θα συμβάλουν στη σταθερότητα και την ασφάλεια.
Από την πλευρά του, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, υπογράμμισε ότι η ΝΑ Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή κοινότητα λειτουργεί εδώ και 20 χρόνια, παραμένει ένα μέρος της Ευρώπης που δεν είναι πλήρως ενοποιημένο και αυτό έχει αρνητικά αποτελέσματα για τους πολίτες. Ωστόσο, δήλωσε αισιόδοξος καθώς στο πλαίσιο της σημερινής συνάντησης όλα τα μέρη εξέφρασαν τη δέσμευσή τους για την επίτευξη των προβλεπόμενων στόχων. Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανάγκη της ενοποίησης των αγορών ηλεκτρισμού και της ενίσχυσης των διασυνδέσεων αλλά και στη λειτουργία του Vertical Corridor για το φυσικό αέριο.
Σημειώνεται ότι η Συνθήκη για την Ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας υπεγράφη στις 25 Οκτωβρίου 2005 στην Αθήνα, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2006. Έδρα της Γραμματείας της Ενεργειακής Κοινότητας είναι η Βιέννη. Σκοπός της Ενεργειακής Κοινότητας είναι η επέκταση της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και η οικοδόμηση μιας νέας περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, χωρίς τοπικούς ενεργειακούς αποκλεισμούς. Σήμερα, 20 χρόνια μετά η πρωτοβουλία παραμένει επίκαιρη και αποκτά νέο περιεχόμενο, με την ενεργειακή στρατηγική της Ελλάδας να δίνει νέα δυναμική στην ενεργειακή διασύνδεση της Ελλάδας, των Δυτικών Βαλκανίων έως και την βορειο-ανατολική Ευρώπη.
Η Ενεργειακή Κοινότητα οργανώνει τις σχέσεις μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών και να δημιουργήσει ένα νομικό και οικονομικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά τα Δίκτυα Ενέργειας. Οι κύριοι στόχοι είναι να δημιουργήσει ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο αγοράς, με βάση το κοινοτικό κεκτημένο, ικανό να προσελκύσει επενδύσεις, να δημιουργήσει έναν ενιαίο ρυθμιστικό χώρο για το εμπόριο, να ενισχύσει την ασφάλεια του εφοδιασμού, να βελτιώσει την περιβαλλοντική κατάσταση και να αναπτύξει τον ανταγωνισμό στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε μια ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης για την Ενεργειακή Κοινότητα. Εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και είναι Mόνιμος Αντιπρόεδρος του Oργανισμού. Οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του Συμμετέχοντος στις συνεδριάσεις της.
Η Ενεργειακή Κοινότητα έχει 9 συμβαλλόμενα μέρη (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Μολδαβία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Ουκρανία, Κόσοβο και -από το 2017- Γεωργία), ενώ καθεστώς παρατηρητή έχουν η Νορβηγία, η Αρμενία και η Τουρκία.
Η Ελλάδα συμμετέχει αδιαλείπτως στα όργανα της Ενεργειακής Κοινότητας με το καθεστώς της «συμμετέχουσας χώρας» με δικαίωμα λόγου αλλά όχι ψήφου, καθώς καλύπτεται από την διαμορφωμένη κοινή θέση της Ε.Ε.