Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στην περίοδο μετά το 2026 -έτος λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ)-, με μια εικόνα φαινομενικής σταθερότητας αλλά με βαθιές δομικές αδυναμίες. Το δημόσιο χρέος παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, η αναπτυξιακή δυναμική αναμένεται επιβραδυνόμενη ελλείψει κοινοτικών εισροών όπως το ΤΑΑ, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να καταγράφει ελλείμματα, υποδηλώνοντας χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας.
Σύμπτωμα αυτών των αδυναμιών αποτελούν οι διευρυμένες κοινωνικές και ενδοπεριφερειακές ανισότητες οι οποίες προσφάτως εκφράζονται μέσα από τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι μονοσήμαντη. Ένα κρίσιμο στοιχείο που συχνά παραβλέπεται στη δημόσια συζήτηση είναι η εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα η οποία υπολείπεται συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και αποτελεί τον βασικό παράγοντα για την απόκλιση του πραγματικού κ.κ. ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σύγκριση με τα προ-κρίσης χρέους επίπεδα.
Αυτό σημαίνει ότι το προϊόν για κάθε πρόσθετο εργαζόμενο δεν μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι η οικονομία μας δεν «ανεβάζει ταχύτητα» αλλά παραμένει στην ίδια παρά το γεγονός ότι πλέον καλείται να κινηθεί σε αυτοκινητόδρομο υψηλών ταχυτήτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι από άποψη χρόνου δουλεύουμε λιγότερο ή το ίδιο καθώς, σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων που δουλεύουν παραπάνω ώρες εβδομαδιαίως είναι διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ.
Αυτή η παγιωμένη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη επαρκούς κεφαλαίου και επενδύσεων που θα αυξήσουν το παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο και θα περιορίσουν το υψηλό περιεχόμενο εισαγωγών (import content) στην παραγωγική διαδικασία μαζί με την ανυπαρξία κουλτούρας ανάληψης ρίσκου σε καινοτόμους τομείς και κλάδους που απευθύνονται στις διεθνείς αγορές.
Το πρόβλημα όμως δεν συνίσταται, αποκλειστικά, στο χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας αλλά και στο χαμηλό επίπεδο μισθών οι οποίοι υπολείπονται σημαντικά από το συνδυαστικό αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας, κατανέμοντας άνισα την οικονομική πρόοδο και δημιουργώντας αντικίνητρα στην προσφορά περισσότερης και ποιοτικότερης εργασίας.
Και είναι η απόκλιση αναμεσά στις αποδόσεις μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, που αποτελεί εμπόδιο για την προώθηση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα επιτρέψει την ισόρροπη ανάπτυξη, την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ευημερία και βιωσιμότητα της Ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικές του αδιεξόδου είναι και οι προβλέψεις του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγράμματος (2026-2029) και τα νέα πολυετή δημοσιονομικά μονοπάτια τα οποία καθορίζουν αυστηρά όρια στην αύξηση των δαπανών και δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο δημοσιονομικός χώρος αναμένεται να περιορισθεί σημαντικά και σε μια τέτοια κατάσταση η ποιότητα των πολιτικών και οικονομικών επιλογών αποκτά καθοριστική σημασία. Ταυτόχρονα όμως υφίσταται ο κίνδυνος, ο Μεσοπρόθεσμος Δημοσιονομικός Προγραμματισμός να λειτουργήσει ως μηχανισμός παγίωσης περιορισμών και όχι ως εργαλείο στρατηγικής ανάταξης της οικονομικής δραστηριότητας.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα, για το κατά πόσο είναι προετοιμασμένη η οικονομία να λειτουργήσει εντός αυτών των κανόνων όχι σε όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων που άπτονται του δημοσίου χρέους αλλά και σε όρους ενίσχυσης της ανάπτυξης. Πρώτον, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει μονοσήμαντη και αποσπασματική. Αντί για εξοικονόμηση και αναδιάρθρωση δαπανών με διαρκή αξιολόγηση σε όρους αποτελεσματικότητας των δημοσίων πολιτικών, επιλέγονται πολιτικές μικρο-διαχείρισης της συγκυρίας που κατά κανόνα σήμερα συνθέτουν μια εικόνα κρατικής σπατάλης, διαφθοράς και απευθείας αναθέσεων, αδιαφορώντας για τα υπάρχοντα κενά στην παραγωγικότητα, την εκπαίδευση και την καινοτομία.
Δεύτερον, το παραγωγικό έλλειμμα παραμένει μεγάλο, ελλείψει μιας συνεκτικής βιομηχανικής και τεχνολογικής πολιτικής. Η οποιαδήποτε αύξηση του προϊόντος ανά εργαζόμενο αντί να αξιοποιείται για επενδύσεις ή έστω για μισθολογική σύγκλιση, αντικατοπτρίζεται κυρίως σε υψηλά περιθώρια κέρδους, τα οποία δεν φαίνεται, προς το παρόν με τη σειρά τους, να τροφοδοτούν μελλοντικές επενδύσεις.
Τρίτον, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας παραμένει άνιση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού, συνεχίζουν να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών. Ελλείψει σημαντικών φορολογικών και μη κινήτρων για συγχωνεύσεις και συνενώσεις, οι δυνατότητες για περαιτέρω αποδόσεις οικονομιών κλίμακας και συνέργειες που θα ενισχύσουν περαιτέρω την αύξηση της παραγωγικότητας είναι περιορισμένες.
Τέταρτον, η αγορά εργασίας αδυνατεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης καθώς παραμένει ελάχιστα υποστηρικτική απέναντι στις σύγχρονές ανάγκες της οικογενειακής ζωής. Η ενεργητικότερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένει μια από τις σημαντικότερές προκλήσεις δεδομένου του γηράσκοντος ελληνικού πληθυσμού ενώ η αύξηση του προϊόντος ανά εργαζόμενο δεν μεταφράζεται αυτόματα σε αύξηση μισθών, υπονομεύοντας τη ζήτηση, ενισχύοντας τις ανισότητες και επιτείνοντας το δημογραφικό πρόβλημα μέσω της μετανάστευσης νέων και καταρτισμένων εργαζομένων σε οικονομίες που προσφέρουν συγκριτικά υψηλότερες αποδοχές.
Η περίοδος μετά το 2026 δεν θα κριθεί αποκλειστικά από το αν η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες. Θα κριθεί από το αν και κατά πόσο καταφέρει να βελτιώσει την παραγωγικότητα και να διανείμει το αναπτυξιακό μέρισμα σε βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη καθώς από τον κατά πόσο θα προχωρήσουν οι αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις με κυριότερο άξονα την καταπολέμηση της διαφθοράς και την δημιουργία ενός υγιούς και ανταγωνιστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Μια τέτοια μεταστροφή αποκτά πλέον υπαρξιακή διάσταση για την ελληνική οικονομία μετά την δεκαετία της Ελληνική κρίσης καθώς καλείται σήμερα να προσδώσει μια νέα οικονομική ορμή σε ένα περιβάλλον έντονων γεωπολιτικών κραδασμών και αβεβαιοτήτων. Χωρίς αλλαγή στρατηγικής, ο Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός (2026-2029) δεν επαρκεί για να αποτελέσει ένα πλαίσιο σταθερότητας, αλλά θα καταλήξει σε άλλο ένα επίσημο πλαίσιο χαμένων δυνατοτήτων για την Ελληνική Οικονομία.