«Σιγή ασυρμάτου» τηρούσαν μέχρι και αργά το βράδυ της Τετάρτης ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM για το περιεχόμενο του δείπνου του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του Διεθνούς Νομισματικού Tαμείου Poul Thomsen για το ελληνικό πρόγραμμα.
Το μόνον που έγινε γνωστό την Τετάρτη είναι η ατζέντα του Eurogroup της 7ης Μαρτίου σύμφωνα με την οποία οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ θα ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με τη συνεχιζόμενη εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα, με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Στη βάση αυτή θεωρείται δεδομένο πως θα ζητηθεί από τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη να εναρμονισθεί η κυβέρνηση με τις υποδείξεις των Θεσμών και να εφαρμόσει τις δράσεις που θα υποδείξουν.
Οι δράσεις αυτές σχετίζονται με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, τη δημοσιονομική στρατηγική, με το να καταστεί το νέο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων λειτουργικό, αλλά και το να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων.
Σε σχέση με το δείπνο Τhomsen οι πρώτες πληροφορίες αναμένεται να γίνουν γνωστές το μεσημέρι της Πέμπτης. Θέση του στελέχους του ΔΝΤ είναι πως όσες μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, δεν θα μπορέσουν να καταστήσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο χωρίς την ελάφρυνση του, και πως όσες ελαφρύνσεις του χρέους και να γίνουν δεν θα μπορέσουν να καταστήσουν βιώσιμο το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα.
Ο ίδιος έχει ήδη από τις 12 Φεβρουαρίου τονίσει πως χωρίς σημαντικές εξοικονομήσεις στις συντάξεις ο φιλόδοξος μεσοπρόθεσμος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν επιτυγχάνεται, καθώς η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει μέτρα της τάξης περίπου του 4-5% ΑΕΠ, ήτοι 8,5 δισ. ευρώ για να καλύψει αυτόν τον στόχο (οι θεσμοί θεωρούν πως απαιτούνται 3 δισ. ευρώ λιγότερα). Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως θα μπορούσε ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα πολύ χαμηλότερο από το 3,5% του ΑΕΠ να κάνει την απαραίτητη ασφαλιστική μεταρρύθμιση λιγότερο απαιτητική.
Ωστόσο, αυτές οι συστάσεις δεν ακούγονται ευχάριστες στου Ευρωπαίους και ως εκ τούτου οι αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις στο ελληνικό πρόγραμμα θα απαιτήσουν κεντρικές αποφάσεις από το Eurogroup.