Τις ημέρες αυτές, η συζήτηση για την ακρίβεια στο εορταστικό τραπέζι μονοπωλείται από την τιμή του κρέατος. Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη, πιο «σιωπηλή» κρίση που εξελίσσεται στα ράφια των ζαχαροπλαστείων και των σούπερ μάρκετ. Μια κρίση που κρύβεται πίσω από τη ζάχαρη άχνη του κουραμπιέ και το σιρόπι του μελομακάρονου. Φέτος, τα παραδοσιακά γλυκά των Χριστουγέννων αφηγούνται την ιστορία της κλιματικής κατάρρευσης και των στρεβλώσεων της ελληνικής αγοράς, ίσως καλύτερα από κάθε άλλο προϊόν.
Το μέλι σε κρίση: Ξηρασία και φωτιές
Το μελομακάρονο, ο «βασιλιάς» των εορτών, απαιτεί καλό μέλι. Όμως, το 2025 ήταν μια εφιαλτική χρονιά για την ελληνική μελισσοκομία. Οι παρατεταμένοι καύσωνες, η ανομβρία που στέγνωσε τα άνθη και οι καταστροφικές πυρκαγιές των προηγούμενων ετών, μείωσαν δραματικά την παραγωγή. Σε πολλές περιοχές, η πτώση αγγίζει ακόμη και το 50%.

Το οικονομικό αποτέλεσμα είναι άμεσο: Το γνήσιο ελληνικό μέλι είναι φέτος είδος προς εξαφάνιση και η τιμή του έχει ανέβει συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Πώς εξηγείται λοιπόν ότι βλέπουμε στην αγορά γλυκά σε τιμές που μοιάζουν «λογικές»; Εδώ μπαίνει ο παράγοντας της στρέβλωσης. Η έλλειψη ελληνικού μελιού καλύπτεται μαζικά από εισαγωγές (κυρίως από Κίνα και τρίτες χώρες), συχνά αμφίβολης ποιότητας και εξαιρετικά χαμηλού κόστους.
Το πρόβλημα δεν είναι η εισαγωγή αυτή καθαυτή. Το πρόβλημα είναι ότι ο καταναλωτής αγοράζει ένα «παραδοσιακό ελληνικό γλυκό», πιστεύοντας ότι στηρίζει τον Έλληνα παραγωγό, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να καταναλώνει σιρόπι γλυκόζης ή εισαγόμενα μέλια που βαφτίστηκαν ελληνικά κατά τη μεταποίηση. Ο Έλληνας μελισσοκόμος, που παλεύει με το κόστος και τον καιρό, βρίσκεται αντιμέτωπος με αθέμιτο ανταγωνισμό μέσα στην ίδια του τη χώρα.
Η τιμή πώλησης του ελληνικού μελιού με αυτό που εισάγεται είναι χαοτική, ειδικά στη χονδρική. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο δεύτερο βασικό συστατικό: τα καρύδια και τα αμύγδαλα. Ενώ η Ελλάδα παράγει εξαιρετικής ποιότητας ξηρούς καρπούς (π.χ. αμύγδαλα Θεσσαλίας, καρύδια ορεινών όγκων), οι παραγωγοί συχνά δεν μπορούν να πουλήσουν σε βιώσιμες τιμές.

Οι αθρόες εισαγωγές από ΗΠΑ, Χιλή ή Μολδαβία πιέζουν τις τιμές παραγωγού προς τα κάτω. Ωστόσο, αυτή η μείωση σπάνια φτάνει στον καταναλωτή. Η «ψαλίδα» μεταξύ χωραφιού και ραφιού παραμένει τεράστια. Το καρύδι που στολίζει τον κουραμπιέ ή το μελομακάρονο είναι πολύ πιθανό να έχει ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσει στο πιάτο μας, αφήνοντας τον ελληνικό καρπό αδιάθετο στις αποθήκες.
Το άρωμα που έχει ο ελληνικός καρπός είναι ασύγκριτα πιο έντονο σε σχέση με τον ξηρό καρπό που έχει ταξιδέψει κάποιους μήνες σε κάποιο κοντέινερ πλοίου, ωστόσο η διαφορά τιμής μεταξύ των ελληνικών και εισαγόμενων ξηρών καρπών είναι ασύγκριτη. Η εξίσωση φέτος είναι δύσκολη. Από τη μία, η τιμή του ελαιολάδου παραμένει υψηλή, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τα ποιοτικά γλυκά. Από την άλλη, η έλλειψη πρώτων υλών (μέλι) οδηγεί είτε σε ανατιμήσεις είτε σε εκπτώσεις στην ποιότητα.
Ο καταναλωτής που θα αναζητήσει το φθηνό γλυκό, πρέπει να γνωρίζει ότι πιθανότατα αγοράζει υποκατάστατα. Το ποιοτικό μελομακάρονο φέτος κοστίζει… γιατί ενσωματώνει πολλά κόστη, όπως αυτό του κόστους παραγωγής… Τα φετινά Χριστούγεννα ας γίνουν αφορμή για μια συνειδητή επιλογή. Ρωτάμε τον φούρνο, το ζαχαροπλαστείο ή τον παραγωγό: «Τι μέλι έχει μέσα; Από πού είναι τα καρύδια;».
Η στήριξη του τοπικού μελισσοκόμου και του καρυδοπαραγωγού δεν είναι ρομαντισμός. Είναι η μόνη οικονομική άμυνα απέναντι σε μια αγορά που τείνει να ισοπεδώσει την ποιότητα και την ταυτότητα των προϊόντων μας. Καλύτερα λιγότερα και αυθεντικά, παρά πολλά και «αγνώστου προελεύσεως».