Η ανθεκτικότητα της ανάπτυξης στη νότια Ευρώπη έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα, για την Ευρωζώνη, ως αντίβαρο στην αδυναμία της γερμανικής οικονομίας. Η Γερμανία, διαψεύδοντας ακόμα και τις πιο συγκρατημένες προβλέψεις, είχε φέτος μια πολύ κακή χρονιά. Με δεδομένο το «αποτύπωμά» της στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αποτελεί πλέον κρίσιμο ζήτημα το πόσο γρήγορα θα υλοποιηθεί το φιλόδοξο πρόγραμμα αμυντικών και επενδυτικών δαπανών της γερμανικής κυβέρνησης, το οποίο μπορεί να ξεπεράσει τα 600 δισ. ευρώ.
Εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι και το πώς θα ανταποκριθεί η πραγματική οικονομία της χώρας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με δομικές αδυναμίες. Ενώ λοιπόν η Ευρωζώνη περιμένει τη γερμανική «ατμομηχανή» να πάρει μπρος, η φιλόδοξη προσπάθεια της Γερμανίας συνοδεύεται από σημαντικούς κινδύνους.
Η μεγάλη παγίδα
Εδώ και χρόνια, η Γερμανία αντιμετωπίζει ελλείψεις στην αγορά εργασίας και, πιο πρόσφατα, πρόβλημα υψηλού ενεργειακού κόστους. Μια μικρή ανακούφιση ίσως προέλθει μέσα από την κρίση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας -η οποία διανύει μια επώδυνη περίοδο αναδιάρθρωσης- καθώς σταδιακά απελευθερώνονται διαθέσιμοι πόροι. Το μεγάλο ερώτημα είναι, όπως σχολίαζαν πρόσφατα αναλυτές της ABN Amro, αν αυτοί οι πόροι μπορούν να επαναπροσανατολιστούν γρήγορα ώστε να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες σε άμυνα και υποδομές. Όπως εκτιμούν οι ίδιοι, αν η γερμανική οικονομία αποδειχθεί ευέλικτη, ίσως υπάρξουν θετικές εκπλήξεις. Αν όχι, μέρος αυτών των δαπανών θα «διαρρεύσει» σε υψηλότερες εισαγωγές ή ακόμη χειρότερα μπορεί να γίνει πληθωριστικό.
Παρόμοιες προειδοποιήσεις έχουν διατυπώσει το προηγούμενο διάστημα και άλλοι φορείς. Για παράδειγμα, το Schwab Center for Financial Research επισήμανε πριν από λίγες ημέρες ότι ένα από τα βασικότερα δομικά προβλήματα της Γερμανίας είναι η αδυναμία της να υλοποιεί μεγάλα έργα υποδομών στον προγραμματισμένο χρόνο. Οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου εξηγούν ότι και στο παρελθόν, σε περιόδους αυξημένων δημόσιων επενδύσεων στη Γερμανία, μεγάλο μέρος των έργων «υποαπέδιδε» σε σχέση με τους στόχους, κυρίως λόγω γραφειοκρατίας και έλλειψης εργατικού δυναμικού.
Σε έκθεσή του για τη Γερμανία φέτος τον Ιούνιο, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) έκανε παρόμοιες επισημάνσεις. Ο Οργανισμός ανέφερε ότι το «κλειδί» για την επιτυχία του γερμανικού σχεδίου είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών σχεδιασμού, αδειοδότησης και υλοποίησης, ενώ τόνιζε ότι «για να αποφευχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω του σημαντικού σοκ ζήτησης, είναι κρίσιμο να μειωθεί το διοικητικό βάρος και τα εμπόδια στον ανταγωνισμό, καθώς και να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό κλάδο».
Πέρα από την έλλειψη εργατικού δυναμικού, η Γερμανία αντιμετωπίζει εμπόδια και σε επίπεδο υλικών και εξοπλισμού. To υψηλό ενεργειακό κόστος και η συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης περιορίζει τη δυνατότητα της γερμανικής βιομηχανίας να υποστηρίξει μια επενδυτική ώθηση τέτοιας κλίμακας. Αυτό σημαίνει ότι η άμεση απότομη αύξηση της ζήτησης για υλικά, μηχανήματα και εξοπλισμό ίσως καλυφθεί από «αναγκαστική» προσφυγή σε εισαγωγές.
Σε αυτούς τους κινδύνους και ειδικά στον πληθωριστικό έχει αναφερθεί αναλυτικά και η Allianz, προειδοποιώντας ότι η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η γερμανική οικονομία ήδη λειτουργεί κοντά στα όριά της σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας. Οι οικονομολόγοι της Allianz έχουν επισημάνει ότι, αν η αυξημένη ζήτηση δε μπορέσει να καλυφθεί από την εγχώρια προσφορά, τότε θα πρέπει να αναμένεται άνοδος στα κόστη πρώτων υλών και εξοπλισμού, αύξηση μισθών σε κλάδους με ελλείψεις και αύξηση τιμών υπηρεσιών που σχετίζονται με τις κατασκευές.
Αλλαγή πλεύσης
Η Commerzbank εκτιμά ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα περάσει από σχεδόν μηδενική ανάπτυξη φέτος (0,1%) στο 1,2% το 2026, χάρη στην ενεργοποίηση του μεγάλου πακέτου δαπανών και στη σταδιακή χαλάρωση της ΕΚΤ. Το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι άλλο από τη στροφή της δημοσιονομικής πολιτικής. Από περιοριστική το 2025, μετατρέπεται σε καθαρά επεκτατική το 2026, προσθέτοντας περίπου 0,8% του ΑΕΠ στην οικονομική δραστηριότητα.
Η Crédit Agricole επίσης αναμένει βελτίωση στη Γερμανία το 2026, με την ανάπτυξη στο 1,2%, από 0,1% το 2025, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι εκτιμήσεις της UBS, που αναμένει ανάπτυξη με ρυθμό 1,1% στη Γερμανία το 2026 και 1,7% το 2027 (από 0,2% φέτος). Ωστόσο, για το 2028 αναμένει επιβράδυνση στο 1%, εκτιμώντας ότι η δυναμική του δημοσιονομικού πακέτου θα έχει εξασθενίσει.
Υπάρχει ωστόσο ένα «καμπανάκι» από τον επικεφαλής οικονομολόγο της Commerzbank, Jörg Krämer, ο οποίος προειδοποιεί ότι το δημοσιονομικό πακέτο της γερμανικής κυβέρνησης δε συνοδεύεται από τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πολλές γερμανικές επιχειρήσεις περιμένουν εναγωνίως. Αν δεν αλλάξει αυτό, τότε η ανάπτυξη του 2026 στη Γερμανία θα έχει τα χαρακτηριστικά πυροτεχνήματος, όπως λέει.
Αντιστροφή ρόλων Βορρά - Νότου
Ενώ λοιπόν το 2026 αναμένεται να εξελιχθεί εκτός απροόπτου σε έτος ανάκαμψης για τη γερμανική οικονομία, την ίδια στιγμή οι εκτιμήσεις των αναλυτών συγκλίνουν στο ότι η ανάπτυξη στον ευρωπαϊκό Νότο, κυρίως σε Ισπανία και Ιταλία, θα αποδυναμωθεί. Κι αυτό διότι, όπως εξηγεί η Commerzbank, οι πόροι του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης κατευθύνθηκαν δυσανάλογα προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια και, το αργότερο έως το 2026, τα σχετικά έργα θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί. Ενδεικτικά, η γερμανική τράπεζα αναμένει για την Ισπανία ανάπτυξη 1,8% το 2026, έναντι 2,6% το 2025.
Σε δική της ανάλυση τη Crédit Agricole κάνει παρόμοιες προβλέψεις. Αναμένει επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ισπανία στο 2,0%, από 2,8% το 2025 και στασιμότητα στην Ιταλία (0,6% το 2026 έναντι 0,5% το 2025%). Σε ό,τι αφορά μικρότερες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου, προβλέπει το 2026 ανάπτυξη 2,3% στην Πορτογαλία (από 2,1% το 2025) και αύξηση του ΑΕΠ 2,0% στην Ελλάδα, από 1,9% το 2025.
Παρομοίως, η UBS προβλέπει για την Ιταλία αναιμική επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 0,7% το 2026 από 0,5% το 2025, ενώ για την Ισπανία σοβαρή επιβράδυνση από το φετινό 2,9% στο 1,8% το 2026 και στο 1,7% το 2027. Αντιθέτως, για τη Γαλλία ο οίκος αναμένει επιτάχυνση της ανάπτυξης από 0,8% φέτος σε 0,9% και 1,3% το 2026 και 2027 αντίστοιχα.
Επί της ουσίας, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η Γερμανία θα μετατραπεί από ουραγός της ανάπτυξης σε οδηγό της ευρωζώνης, τουλάχιστον για το 2026.
Η πραγματική οικονομία
Η προειδοποίηση του Krämer που προαναφέραμε δεν έρχεται εν κενώ. Στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Commerzbank δείχνουν ότι στη βιομηχανία, αν και καταγράφεται προσφάτως κάποια βελτίωση στον γερμανικό δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών και μια ανάκαμψη στις βιομηχανικές παραγγελίες, η εικόνα παραμένει αρκετά δύσκολη. Στον τομέα των υπηρεσιών, ο δείκτης PMI, ο οποίος βρίσκεται αρκετά πάνω από το όριο των 50 μονάδων, δημιουργεί προσδοκίες για οικονομική ανάκαμψη. Μέχρι στιγμής πάντως, δεν έχει καταγραφεί καμία αύξηση στις πωλήσεις.
Η κατάσταση στον κατασκευαστικό κλάδο έχει επιδεινωθεί ξανά πρόσφατα, όπως έδειξε η υποχώρηση του δείκτη PMI τον Οκτώβριο, η οποία θέτει εν αμφιβόλω την ανάκαμψη που έχει προηγηθεί εδώ και 1,5 χρόνο. Ωστόσο η τάση των παραγγελιών είναι ανοδική, κάτι που υποδηλώνει πιθανή ανάκαμψη στον κλάδο. Στο λιανεμπόριο το κλίμα τόσο μεταξύ των επιχειρήσεων όσο και μεταξύ των καταναλωτών παραμένει υποτονικό, ενώ οι πωλήσεις από την αρχή του έτους είναι σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες.
Με απλά λόγια, αν και η γερμανική κυβέρνηση ετοιμάζεται για μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις, στην πραγματική οικονομία δεν υπάρχουν ακόμα ξεκάθαρες ενδείξεις για επικείμενη ανάκαμψη. Σε κάθε περίπτωση, το 2026 θα είναι καθοριστικό έτος για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, που ετοιμάζεται μετά από τρία χρόνια στασιμότητας για μια μεγάλη δημοσιονομική ώθηση και θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τον χάρτη της ευρωπαϊκής ανάπτυξης.