Στο ιστορικό υψηλό των 337,7 τρισ. δολαρίων σκαρφάλωσε το παγκόσμιο χρέος στο τέλος του δεύτερου τριμήνου, λόγω της χαλάρωσης των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών, της εξασθένισης του δολαρίου ΗΠΑ και της πιο διευκολυντικής στάσης από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, σύμφωνα με τριμηνιαία έκθεση που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη.
Το IIF (Institute of International Finance - Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο), επεσήμανε πως το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε πάνω από 21 τρισ. δολάρια το πρώτο εξάμηνο του έτους στα 337,7 τρισ. δολάρια. Η Κίνα, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Βρετανία και η Ιαπωνία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στα επίπεδα χρέους, αν και μέρος αυτού οφειλόταν στην πτώση του αμερικανικού δολαρίου, που έχει αποδυναμωθεί κατά 9,75% από την αρχή του 2025.
«Η κλίμακα αυτής της αύξησης ήταν συγκρίσιμη με την άνοδο που παρατηρήθηκε στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, όταν οι πολιτικές αντιδράσεις που σχετίζονται με την πανδημία οδήγησαν σε μια άνευ προηγουμένου συσσώρευση του παγκόσμιου χρέους», ανέφερε το IIF στο Global Debt Monitor. Εξετάζοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ ο Καναδάς, η Κίνα, η Σαουδική Αραβία και η Πολωνία παρουσίασαν τις πιο απότομες αυξήσεις. Ο εν λόγω δείκτης μειώθηκε στην Ιρλανδία, την Ιαπωνία και τη Νορβηγία.
Συνολικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ανέρχεται στο 324%. Ωστόσο, στις αναδυόμενες αγορές ο δείκτης έφτασε νέο ρεκόρ στο 242,4%. Το συνολικό χρέος στις αναδυόμενες αγορές αυξήθηκε κατά 3,4 τρισ. δολάρια το δεύτερο τρίμηνο, φτάνοντας στο ιστορικό υψηλό των άνω των 109 τρισ. δολαρίων. Οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν ένα ιστορικό υψηλό χρέος σχεδόν 3,2 τρισ. δολαρίων σε ομόλογα και δάνεια στο υπόλοιπο του 2025.
Παράλληλα, προειδοποίησε ότι οι δημοσιονομικές πιέσεις θα μπορούσαν να ενταθούν σε χώρες όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Γαλλία, προτρέποντας σε προσοχή στους «εκδικητές ομολόγων» - δηλαδή επενδυτές που σορτάρουν κρατικούς τίτλους χωρών που θεωρούν πως δεν διαθέτουν υγιή, δημόσια οικονομικά. «Ενώ οι δείκτες δημόσιου χρέους αυξήθηκαν απότομα στις αναδυόμενες αγορές στο 1ο εξάμηνο - κυρίως στη Χιλή και την Κίνα - η αντίδραση της αγοράς ήταν ισχυρότερη στις ανεπτυγμένες αγορές», ανέφερε.
Η έκθεση εκφράζει επίσης ανησυχίες για το χρέος των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός αντιπροσωπεύει πλέον περίπου το 20% του συνολικού δημόσιου χρέους και περίπου το 80% των ομολόγων. Η αυξανόμενη εξάρτηση από το βραχυπρόθεσμο χρέος θα μπορούσε να αυξήσει την πολιτική πίεση στις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τα επιτόκια χαμηλά, απειλώντας ενδεχομένως την ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής.