Σαφείς στόχους αλλά ασαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης «βλέπει» η UniCredit στην απόφαση των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της ιταλικής τράπεζας, παρά τη βελτίωση που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα σε σχέση με τον στόχο που τέθηκε το 2014, για αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, ορισμένες χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία υπολείπονται, ενώ οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία ξεχωρίζουν, καθώς δαπανούν πολύ περισσότερα από τον στόχο του 2% του ΑΕΠ. Γερμανία και η Γαλλία βρίσκονται εντός στόχου.
Με την ολοκλήρωση της συνόδου του ΝΑΤΟ, οι χώρες-μέλη αναμένεται να δεσμευτούν να δαπανούν έως το 2035 το 3,5% του ΑΕΠ για την «καθαρή» άμυνα (εξοπλιστικά προγράμματα) και επιπλέον 1,5% του ΑΕΠ για την ασφάλεια γενικότερα (όπως η κυβερνοασφάλεια) και την πολιτική ετοιμότητα.
«Η πρόκληση για τους Ευρωπαίους συμμάχους με περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια είναι σαφής, καθώς οι δαπάνες άμυνας θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστούν ως ποσοστό του ΑΕΠ και των συνολικών κρατικών δαπανών» αναφέρουν οι αναλυτές της UniCredit. «Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται περικοπές σε άλλους τομείς δαπανών τα επόμενα χρόνια, εκτός εάν οι κυβερνήσεις καταφέρουν να εξορθολογίσουν τις υφιστάμενες δαπάνες ή εάν η προβλεπόμενη αύξηση στις επενδύσεις για την άμυνα συμβάλει στην τόνωση της ανάπτυξης μακροπρόθεσμα».
Αυτό μπορεί επίσης να οδηγήσει σε επανεξέταση των πρόσφατα μεταρρυθμισμένων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ ή σε περαιτέρω αποφάσεις από τις κυβερνήσεις για την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το σχέδιο ‘Ετοιμότητα 2030’ της ΕΕ, ενώ μέχρι στιγμής 16 κράτη-μέλη έχουν υποβάλει αιτήματα για ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής, σχολιάζει η UniCredit.
Προσθέτοντας ωστόσο ότι οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί σήμερα πιθανότατα δεν θα είναι παρά ένας «βιώσιμος συμβιβασμός». «Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θέσουν χρονικό ορίζοντα δέκα ετών για την επίτευξη του στόχου αμυντικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ (με ενδιάμεση αξιολόγηση το 2029) και αν διατηρήσουν πλήρως το δικαίωμα να καθορίζουν το ύψος της ετήσιας αύξησης των δαπανών. Αυτό θα σήμαινε, όπως ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα, ότι η Γερμανία θα πετύχει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ νωρίτερα (έως το 2029), ενώ η Ισπανία πιθανότατα θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να τον προσεγγίσει πλήρως».
Όσον αφορά την ενδεχόμενη δέσμευση για το επιπλέον 1,5% του ΑΕΠ, αυτή αναμένεται να παραμείνει ασαφής και να εναπόκειται σε εθνική ερμηνεία σχετικά με το είδος των επενδύσεων και το φάσμα των δαπανών που θα θεωρηθούν αναγκαίες για την επίτευξη του στόχου, εκτιμά η UniCredit.» Ένα τέτοιο αποτέλεσμα πιθανότατα δεν θα είναι χωρίς συνέπειες, καθώς θα μπορούσε να ενισχύσει τον κίνδυνο κατακερματισμού στην Ευρώπη, εν μέσω αποκλινουσών προτεραιοτήτων, ιδιαίτερα στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και ετοιμότητας».
Οι Ιταλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι «θα ήταν επιθυμητή η περαιτέρω εναρμόνιση των εθνικών δεσμεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, ίσως μέσω ενός πλαισίου αντίστοιχου με αυτό των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ».