Παρέμβαση για όλα όσα καταγγέλλονται για τον ΟΠΕΚΕΠΕ πραγματοποίησε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Όπως εξηγεί η εισαγγελέας, Γεωργία Αδειλίνη, την αποκλειστική αρμοδιότητα έρευνας, δίωξης και παραπομπής, ενώπιον της δικαιοσύνης, των δραστών αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έχουν οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η ίδια δεν έχει αρμοδιότητα να παρέμβει σε τέτοιες υποθέσεις όπως της αποδίδουν ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις καταγγελίες της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, για εκφοβισμό και παρακώλυση του έργου του Έλληνα Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέως, κατά τη διάρκεια ερευνών στα γραφεία ΟΠΕΚΕΠΕ.
Όπως εξηγεί η κ. Αδειλίνη:
«Με αφορμή, α) την κοινή δήλωση των Ευαγγελίας Λιακούλη, υπεύθυνης Κ.Τ.Ε. Δικαιοσύνης, Θεσμών και Διαφάνειας και Χρήστου Κακλαμάνη, γραμματέα του Τομέα Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, περί μη ανταπόκρισης και παράλειψης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να παρέμβει στην υπόθεση του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), προς την κατεύθυνση κατεπείγουσας αναζήτησης ευθυνών, από τα εμπλεκόμενα στην ανωτέρω υπόθεση, πρόσωπα, από το έτος 2017 και μέχρι σήμερα, και β) του Βασίλη Κόκκαλη, τομεάρχη Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, περί μη ανταπόκρισης και παράλειψης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να παρέμβει, μετά τις δηλώσεις και καταγγελίες της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, περί εκφοβισμού και παρακώλυσης του έργου του Έλληνα Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέως, που υπηρετεί στο γραφείο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια διενεργηθείσας νόμιμης έρευνας του τελευταίου, στα γραφεία του ανωτέρω Οργανισμού (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), οι οποίες (δηλώσεις) φιλοξενήθηκαν, την 28-05-2025, στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ανακοινώνει τα εξής:
1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4786/2021 [ΦΕΚ Α’ - 43/23-03-2021 – «Εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»], «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η ειδικότερη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης.». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, «Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα παραμένουν ενσωματωμένοι στις εθνικές εισαγγελικές δομές και είναι εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283). Με την ιδιότητα αυτή ενεργούν για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ακολουθούν τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές, κατά περίπτωση, του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Μόνιμου Τμήματος αυτής που έχει αναλάβει την υπόθεση και του εποπτεύοντος Ευρωπαίου Εισαγγελέα.».
Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται σαφώς, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι Έλληνες Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής, αποκεντρωμένο στην Ελλάδα και παράλληλα είναι ενσωματωμένοι στην Ελληνική – εθνική εισαγγελική δομή, αποτελώντας εν ενεργεία μέλη της Ελληνικής - εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα, έρευνας, δίωξης και παραπομπής, ενώπιον της δικαιοσύνης, των δραστών αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμοδιότητα, την οποία και άσκησαν, εν προκειμένω, με τη διενεργηθείσα έρευνα στα γραφεία του ανωτέρω αναφερόμενου Οργανισμού (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), προς διερεύνηση και εξακρίβωση αξιοποίνων πράξεων οιωνδήποτε προσώπων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι αυτονόητο, ότι, επί των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, που διερευνώνται ήδη, από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είναι ανεπίτρεπτη – αλλά και περιττή – η ενασχόληση των Ελληνικών - εθνικών Εισαγγελικών Αρχών και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
2) Οι Έλληνες Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς, αποτελώντας, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στην Ελλάδα και παράλληλα, παραμένοντας ενσωματωμένοι στις Ελληνική – εθνική εισαγγελική δομή και εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), ενεργούν, για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους λοιπούς Έλληνες - εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους,σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο.
Ως εκ τούτων, οι εν λόγω Εισαγγελείς και όχι η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων (εκτός των εκ μέρους τους ερευνωμένων), που διώκονται αυτεπαγγέλτως, έχουν το εκ του νόμου προβλεπόμενο δικαίωμα και καθήκον, να επιληφθούν, άμεσα, προς διερεύνηση και ποινική δίωξη των πράξεων αυτών και παραπομπή των δραστών τους, ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής (άρθρα 37, 42 του ΚΠΔ).
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεωργία Ευθ. Αδειλίνη».