Σταθερή η αξιολόγηση για την Ελλάδα από τη DBRS - Ανάπτυξη άνω του 2% το 2024 - 2025

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Σταθερή η αξιολόγηση για την Ελλάδα από τη DBRS - Ανάπτυξη άνω του 2% το 2024 - 2025
Σε επιβεβαίωση της αξιολόγησης του ελληνικού αξιόχρεου στο «BBB (low)» με σταθερό trend προχώρησε η DBRS. Με τη σημερινή αξιολόγηση ανοίγει και επίσημα ο «χορός» των αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία για φέτος, με τη Moody's να ακολουθεί την επόμενη Παρασκευή 15 Μαρτίου.

Σε επιβεβαίωση της αξιολόγησης του ελληνικού αξιόχρεου στο «BBB (low)» με σταθερό trend προχώρησε η DBRS. Με τη σημερινή αξιολόγηση ανοίγει και επίσημα ο «χορός» των αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία για φέτος, με τη Moody's να ακολουθεί την επόμενη Παρασκευή 15 Μαρτίου.

Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, το σταθερό trend αντανακλά την άποψη ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι πιο ισορροπημένοι. Οι «υγιείς« οικονομικές επιδόσεις μαζί με την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα βοηθήσουν τον δείκτη δημόσιου χρέους να παραμείνει σε μια άκρως φθίνουσα τροχιά τα επόμενα χρόνια.

Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας μετριάζεται στο 2% περίπου και αναμένεται να παραμείνει πάνω από αυτό το επίπεδο για την περίοδο 2024 - 2025. Αναλυτικά, η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων εκτιμάται πως θα ξεπεράσει το 2% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, από 1,1% το 2023, θα βοηθήσει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του δείκτη δημόσιου χρέους φτάνοντας μάλιστα σε επίπεδα χαμηλότερα του 150% του ΑΕΠ το 2025, μετά το εκτιμώμενο 160% του ΑΕΠ πέρυσι.

Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει αποκτήσει ισχυρή δυναμική, η οποία συνδυαστικά με τις υψηλότερες επενδύσεις, που υποστηρίζονται από ευρωπαϊκούς πόρους αναμένεται να αυξήσουν την αναπτυξιακή δυναμική. Ωστόσο, οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που επηρεάζουν το εμπόριο και οι πιο σοβαρές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην οικονομία που απορρέουν από τις τρέχουσες στενές συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βραδύτερη ανάπτυξη και ασθενέστερα δημοσιονομικά, όπως αναφέρει η DBRS.

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο «BBB (low)» υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η χώρα συνεχίζει να καταγράφει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας («Ελλάδα 2.0»), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις χωρίς αποκλεισμούς, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην Ευρωζώνη.

Η DBRS θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι που διοχετεύονται στην οικονομία θα συνεχίσουν να προσφέρουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, ενώ υποστηρίζουν την ανάπτυξη των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας περιορίζονται από τα προβλήματα τους παρελθόντος και την παρατεταμένη κρίση που πέρασε η Ελλάδα, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και το υψηλό, αν και πλησιάζει πλέον σε μονοψήφιο επίπεδο, ποσοστό ανεργίας.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω:

(1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και

(2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή, που οδηγεί σε διαρκή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους.

Οι πιθανοί παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των παρακάτω:

(1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει το δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση,

(2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και

(3) νέα αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

«Μετά από μια ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, ανάπτυξη εκτιμάται ότι μετριάστηκε στο 2% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της Ευρωζώνης. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ενώ οι σοβαρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε γεωργικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο εθνικό ΑΕΠ και των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση της περιοχής» αναφέρει η DBRS. Φέτος, η Κομισιόν αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο με την εφαρμογή του Ελλάδα 2.0 και την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης που ενισχύουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση, αντίστοιχα.

Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και 7,29 δισ. ευρώ δάνεια, ενώ τα συνολικά κεφάλαια που αναμένεται να λάβει σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η διάθεση ευρωπαϊκών κονδυλίων σε συνδυασμό με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και θα δικαιολογήσει μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση της οικονομικής δομής και της απόδοσης, αναφέρουν οι αναλυτές.

Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με μια βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, μια νέα πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα και τον αντίκτυπο αυτών σε ενδεχόμενες υποχρεώσεις.

Από την άλλη πλευρά, μια επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το πσοσοτό της μαύρης οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά από περίπου 30% το 2013 σε 16% το 2021, και αυτό προοιωνίζεται για τη μελλοντική δημοσιονομική ικανότητα.

Χρέος

Ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη. Ο δέικτης κορύφωσε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020 προτού υποχωρήσει στο 160,3% περίπου το 2023. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση, υποχωρώντας στο 153% του ΑΕΠ το 2024, κάτι που θα σήμαινε πτώση 54 ποσοστιαίων μονάδων σε τέσσερα χρόνια.

Κατά την άποψη της DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους να είναι κλειδωμένο σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Επιπλέον, η μέση ωρίμανση είναι πολύ υψηλή, ελαφρώς χαμηλότερη από τα 20 έτη, και ένα μεγαλύτερο τμήμα από το 70% του χρέους βρίσκετα στα χέρια των επίσημων πιστωτών, γεγονός που το καθιστά λιγότερο επιρρεπές στη μεταβλητότητα των αγορών. Δεύτερον, ο ΟΔΔΗΧ κατάφερε να υπερ-αντιστάθμισει το χαρτοφυλακίο του χρέους του, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους τόκων. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%.

Το δημόσιο χρέος της χώρας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Για παράδειγμα, ο ΟΔΔΗΧ αποπλήρωσε πλήρως τα δάνειά προς το ΔΝΤ και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ από τα δάνεια GLF το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Σε περίπτωση που το πρωτογενές πλεόνασμα παραμείνει κοντά στο στόχο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν συγκρατημένες τα επόμενα χρόνια, μειώνοντας τους κινδύνους αναχρηματοδότησης.

Τα σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα περίπου 33,6 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ ή τρία χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών) στο τέλος του 2023 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά, μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και επιτοκίου. Αυτό το «μαξιλάρι», σε συνδυασμό με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά που θα εκθέσει τη χώρα στην αυξημένη μεταβλητότητα.

Τράπεζες

Έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους σε συνάρτηση με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου ενίσχυσαν περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα.

Ο συνολικός δείκτης ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν στο 7,9% το τρίτο τρίμηνο του 2023, μειωμένος κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του Ιουνίου του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής». Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική. Ωστόσο, η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPEs που έχει σημειωθεί, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλή θέση για να αυξήσουν την παροχή πιστώσεων στις επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.

Ωστόσο, βασική πρόκληση παραμένει η επίλυση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον βρίσκονται υπό διαχείριση από τους servicers. Ταυτόχρονα, η οικονομική επιβράδυνση και το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών και να οδηγήσουν σε νέες εισροές NPEs.

Έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών

Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να μειωθούν με το εμπορικό έλλειμμα να περιορίζεται σταδιακά, ενώ το εξωτερικό χρέος μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών. Η DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας ως πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, έχει γίνει μια πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν αυξηθεί ελαφρώς κάτω από 50% το 2022 από 22% το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετά από προσωρινή αύξηση το 2022 πάνω από το 10% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,4% το 2023.

Πολιτική

Στο πολιτικό σκέλος, η DBRS αναφέρει πως «η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του συστήματος δικαιοσύνης και να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, κάτι που μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του Πολιτικού Περιβάλλοντος».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider