«Καίει» τη χημική βιομηχανία το υψηλό ενεργειακό κόστος

Μαρίνα Φούντα
Viber Whatsapp Μοιράσου το
«Καίει» τη χημική βιομηχανία το υψηλό ενεργειακό κόστος
Ποιες οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους για τη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα και πώς επιβαρύνουν την κατάσταση οι εξελίξεις που σημειώνονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Τι αιτήματα διατυπώνουν οι φορείς του κλάδου με στόχο τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Τι συζητήθηκε σε συνέντευξη Τύπου του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών.

«Σήμα κινδύνου» για την επόμενη μέρα των επιχειρήσεων τους, στη σκιά του ασφυκτικού βάρους του ενεργειακού κόστους, εκπέμπουν οι εκπρόσωποι της ελληνικής χημικής βιομηχανίας, ενός υγιούς κλάδου της ελληνικής οικονομίας με παραγωγή της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ, εξαγωγές 2,1 δισ. ευρώ και 13.000 άμεσα εργαζομένους σε σύνολο 900 επιχειρήσεων.

Όπως εξήγησαν χθες τα μέλη του ΔΣ του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, η πρωτοφανής άνοδος των τιμών φυσικού αέριου και ηλεκτρικής ενέργειας από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 έχει περάσει στα τιμολόγια προμήθειας ενέργειας, αυξάνοντας τις πιέσεις στις επιχειρήσεις του κλάδου.

Να σημειωθεί εδώ πως η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα χρησιμοποιεί στις παραγωγικές της διαδικασίες κυρίως ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και λιγότερο πετρελαιοειδή, ενώ συγχρόνως είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου για μη ενεργειακή χρήση. Ως αποτέλεσμα η τρέχουσα ενεργειακή κρίση την επηρεάζει σημαντικά, τόσο άμεσα μέσω των δαπανών ενέργειας όσο και έμμεσα μέσω των δαπανών για την αγορά πρώτων χημικών υλών.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία μελέτης που διενήργησε το ΙΟΒΕ για τις επιπτώσεις του ενεργειακού κόστους στον κλάδο της χημικής βιομηχανίας, εκτιμάται ότι η αύξηση του κόστους ενέργειας, χωρίς να συνυπολογίζεται η επίπτωσή του στο κόστος των πρώτων υλών, προκαλεί αύξηση των τιμών κατά 5,6% αν οι τιμές δεν επιδοτούνταν και κατά 2,5% στην περίπτωση της επιδότησης των τιμών. Ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο θα επηρεαστεί η ζήτηση, εκτιμάται ότι χωρίς την επιδότηση των τιμών ενέργειας η συνολική παραγωγή χημικών προϊόντων το 2022 θα είναι χαμηλότερη από 1,7% έως 5,6% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Η επιδότηση των τιμών ενέργειας περιορίζει την επίπτωση στο κόστος και συνεπώς στο επίπεδο της παραγωγής, το οποίο εκτιμάται χαμηλότερο κατά 0,8% έως 2,5% σε σύγκριση με το 2021.

Όπως είναι φυσικό, οι απώλειες στην παραγωγή της εγχώριας χημικής βιομηχανίας θα έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, οι οποίες απορρέουν από τη διασύνδεση του κλάδου με τους υπόλοιπους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Εκτιμάται, μάλιστα, πως ότι στην περίπτωση μη εφαρμογής των επιδοτήσεων, και ανάλογα με την αντίδραση της ζήτησης, η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από 42 εκατ. έως 140 εκατ. ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 702 έως 2.339 θέσεις εργασίας. Με την παροχή επιδότησης στις τιμές ενέργειας οι επιπτώσεις μετριάζονται στα 19 εκατ. έως 63 εκατ. και στις 316 έως 1.054 θέσεις εργασίας.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της μελέτης, από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, η χημική βιομηχανία μπορεί να έχει συνολικές πρόσθετες απώλειες στην παραγωγή που θα κυμαίνονται από 5% έως 14%, με τους τομείς των λιπασμάτων και των πλαστικών να εκτιμάται ότι θα δεχτούν τις μεγαλύτερες πιέσεις. Στο πιο δυσμενές σενάριο οι πρόσθετες απώλειες για τη χημική βιομηχανία εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες και θα κυμαίνονται από 6,8% έως 18,7%.

«Το υψηλό κόστος ενέργειας, εφόσον παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, απειλεί έντονα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του κλάδου και εν τέλει τη βιωσιμότητά τους», προειδοποιεί το ΙΟΒΕ, εξηγώντας πως πιο ευάλωτες στην παρούσα ενεργειακή κρίση είναι οι χημικές βιομηχανίες με υψηλή ένταση ενέργειας στις παραγωγικές διαδικασίες. Ωστόσο, η στενή διασύνδεση του ενεργειακού κόστους με το κόστος προμήθειας χημικών πρώτων υλών, επεκτείνει τις δυσμενείς συνέπειες και σε βιομηχανίες παραγωγής χημικών προϊόντων με χαμηλότερη ένταση ενέργειας.

Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας - η κατανάλωση ήταν κατά 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010 - αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά σε ηλεκτρική ενέργεια, το 39% σε φυσικό αέριο και το υπόλοιπο 16% σε προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG. Η χημική βιομηχανία για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες.

Πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους

Στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών βιομηχανιών παρουσίασαν μια σειρά από αιτήματα με στόχο την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους. Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος πρότεινε:

• Αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας

• Απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση καθώς, σύμφωνα με τον ΣΕΧΒ, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλει στην ΕΕ

• Προώθηση των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας

• Να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

Σε ό,τι αφορά θέματα ενεργειακής ασφάλειας, ο Σύνδεσμος αιτείται:

• Προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου

• Εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας

• Επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ με βελτίωση των υποδομών για να είναι προσιτές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

• Συνεχή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών

• Περαιτέρω ενδυνάμωση έργων εξοικονόμησης και επιτάχυνση αναβάθμισης κτηρίων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Ραγδαίες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και ανάγκη για μορατόριουμ

Οι ραγδαίες εξελίξεις που σημειώνονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία αποτελούν ένα ακόμη «καυτό» ζήτημα που απασχολεί τον ΣΕΧΒ. Πριν από την πανδημία και αρκετά νωρίτερα από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά στην Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας, όπως τη μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050, την υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της Ε.Ε. που αφορούν στη χημική βιομηχανία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της Ε.Ε.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσίασε χθες ο Σύνδεσμος, από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην Ε.Ε. ήταν 15% ετησίως. Μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο. Οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη.

Ο ΣΕΧΒ συμφωνεί και στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050. Ωστόσο, για την αντιμετώπιση των ανατροπών στις διεθνείς αγορές γεωργικών προϊόντων, ενέργειας και πρώτων υλών που συνδέονται με τις κρίσεις, ζητά «αποφασιστική και συντονισμένη δράση από όλους τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων, με στόχο τη διαφοροποίηση και την ελάφρυνση του φόρτου των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτές τις δύσκολες στιγμές. Για να παραμείνει ανταγωνιστική η χημική βιομηχανία και η μεταποίηση ευρύτερα, απαιτείται ένα μορατόριουμ στην ‘παραγωγή’ νομοθετικών πράξεων και η εφαρμογή των ρυθμίσεων σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, θέτοντας τις κατάλληλες προτεραιότητες».

Κρίσιμο ζήτημα προς επίλυση και οι μακροχρόνιες πιστώσεις

Οι μακροχρόνιες πιστώσεις στη χώρα μας και οι επιπτώσεις τους στον κλάδο της μεταποίησης συνιστούν ένα ακόμη κρίσιμο προς επίλυση ζήτημα για τη χημική βιομηχανία. Σύμφωνα με τον ΣΕΒΧ, μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, ενώ παράλληλα οι ανάγκες για ρευστότητα και αποθεματοποίηση είναι τεράστιες. Μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες. Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο.

Σύμφωνα, άλλωστε, με το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, η σχετική Οδηγία 2011/7/ΕΕ και μεταξύ άλλων το άρθρο 3, ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να είναι οι 60 ημέρες. Υπέρβαση μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις που αυτό δεν κρίνεται καταχρηστικό για τον πιστωτή.

«Η αποτελεσματική εφαρμογή της και στην Ελλάδα είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αποδεσμεύσουν κεφάλαια και να τα επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, στην εξωστρέφεια και στην εν γένει ανάπτυξη που θα φέρει παραγωγικές θέσεις εργασίας και έσοδα στο κράτος. Αντί αυτού, επιβαρύνονται με χρηματοοικονομικό κόστος, στερούνται πόρων και σπαταλιέται χρόνος και χρήμα σε περιττές ένδικες διαδικασίες, δεδομένου ότι υψηλό ποσοστό των μακροχρόνιων πιστώσεων οδηγεί σε επισφάλειες, απασχολώντας δυσανάλογα τη Δικαιοσύνη, η οποία κατ’ επέκταση αδυνατεί να αποφανθεί εντός εύλογου χρόνου. Σε ανάλογη περίπτωση, μη εφαρμογής της οδηγίας στην Ελλάδα, δόθηκε προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει στα επιχειρήματα της Επιτροπής. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να την παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο», σημειώνει ο ΣΕΧΒ.

Σε φάση ανάκαμψης η ελληνική χημική βιομηχανία τα τελευταία χρόνια

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια έχοντας σημαντική συμβολή στην προστιθέμενη αξία της εγχώριας μεταποίησης. Η απασχόληση στον κλάδο έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και αφορά κυρίως σε θέσεις εργασίας με υψηλή εξειδίκευση. Οι εξαγωγές χημικών σημείωσαν τα τελευταία χρόνια δυναμική ανάπτυξη, ενώ ανοδική πορεία είχαν και οι εισαγωγές, οι οποίες τροφοδοτούν την εγχώρια βιομηχανία με βασικές χημικές ουσίες και προϊόντα. Η εξωστρέφεια της εγχώριας χημικής βιομηχανίας είναι υψηλή και ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, ενώ η παραγωγικότητα εργασίας στον κλάδο είναι υψηλότερη έναντι της μέσης παραγωγικότητας στη μεταποίηση, γεγονός που αντανακλάται στις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Να σημειωθεί εδώ πως σε κάθε μια θέση εργασίας που δημιουργείται στη χημική βιομηχανία αντιστοιχούν 5,7 στην οικονομία, ενώ κάθε ένα ευρώ δαπάνη στον κλάδο αντιστοιχεί σε 1,9 ευρώ στην οικονομία.

Αυξημένη «βαρύτητα» έχει ο κλάδος και πανευρωπαϊκά, με την αξία παραγωγής του να αγγίζει τα 500 δισ. ευρώ και καθιστώντας τον κλάδο της χημικής βιομηχανίας τον τέταρτο μεγαλύτερο κλάδο στην Ευρώπη. Με 40 δισ. ευρώ εμπορικό πλεόνασμα, απασχολεί άμεσα 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους και αγγίζοντας το 12% του συνόλου της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας.

Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ) ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1994 από τις 28 μεγαλύτερες εταιρείες που ασχολούνται με την παραγωγή, αποθήκευση και εμπορία χημικών προϊόντων στην Ελλάδα. Πρόεδρός του εκλέχθηκε τον περασμένο Ιούλιο και για τρία χρόνια ο Αρμόδιος Γιαννίδης, ενώ καθώς συμπληρώνονται σιγά σιγά 30 χρόνια από την ίδρυσή του, ο Σύνδεσμος περνά σε νέα εποχή, σχεδιάζοντας και αποκτώντας νέο λογότυπο, προχωρώντας σε αναβάθμιση του site του αλλά και στο άνοιγμα καναλιού επικοινωνίας μέσω linkedin.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Απόφαση του Αρείου Πάγου φέρνει τα πάνω κάτω και δίνει όπλα στους οφειλέτες να κρατήσουν τα σπίτια τους

«Καμπανάκι» για ελλείψεις στα λιπάσματα και στο βάθος... νέες ανατιμήσεις στα τρόφιμα

Ρεύμα: Αμετάβλητη η λιανική τιμή τον Σεπτέμβριο παρά τις αυξημένες χρεώσεις των προμηθευτών

gazzetta
gazzetta reader insider insider