Τις επόμενες ημέρες αναμένεται ότι θα ανακοινωθεί η είσοδος και του πέμπτου παίκτη στο FSRU Αλεξανδρούπολης. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το επόμενο διάστημα – πιθανώς και εντός των επόμενων ημερών – θα υπάρξουν ανακοινώσεις σχετικά με τη συμμετοχή στη Gastrade - την εταιρεία του ομίλου Κοπελούζου που θα υλοποιήσει το έργο - του ΔΕΣΦΑ. Να σημειωθεί ότι το 66% του Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου κατέχει η κοινοπραξία Senfluga - Snam (54%), Enagás (18%), Fluxys (18%), DAMCO (10%) και το 34% το Ελληνικό Δημόσιο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τελευταία είσοδος στο έργο ήταν της βουλγαρικής Bulgartransgaz, ενώ συμμετέχουν επίσης η GasLog του Πιτ Λιβανού και η ΔΕΠΑ Εμπορίας, η οποία βρίσκεται σε πορεία αποκρατικοποίησης. Η τελική επενδυτική απόφαση εκτιμάται ότι θα ληφθεί προς τα τέλη του έτους ενώ το ερχόμενο διάστημα θα ανακηρυχθούν και οι προτιμητέοι ανάδοχοι στους διεθνείς διαγωνισμούς προκειμένου να ξεκινήσει η κατασκευή του FSRU. Ο σταθμός αναμένεται ότι θα λειτουργήσει σε μια διετία.
Η χρηματοδότηση του έργου – η επένδυση υπολογίζεται στα 380 εκατ. ευρώ – έχει εξασφαλιστεί. Θα προέλθει από ίδια κεφάλαια των πέντε εταίρων, από τραπεζικό δανεισμό ο οποίος έχει συμφωνηθεί με μια από τις συστημικές τράπεζες της χώρας καθώς και με κοινοτική επιχορήγηση η οποία θα προέλθει από το ΕΣΠΑ. Όσον αφορά στη βιωσιμότητα του έργου, την κατέδειξαν τα αποτελέσματα του market test στο οποίο μεγάλοι διεθνείς και ελληνικοί όμιλοι δέσμευσαν ποσότητες 2,6 δισ. κυβικών μέτρων για την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του.
Ο Σταθμός θα εγκατασταθεί στα 17,6 χλμ. από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Θα περιλαμβάνει αποθηκευτικούς χώρους 170.000 κυβικών μέτρων και δυνατότητα παροχής φυσικού αερίου που θα ξεπερνά τα 5,5 δισ. κυβικά μέτρα τον χρόνο. Η πλωτή μονάδα της υποδομής θα συνδέεται με το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου με έναν αγωγό μήκους 28 χιλιομέτρων, μέσω του οποίου το αεριοποιημένο LNG θα προωθείται τόσο στις αγορές της Ελλάδας και της Βουλγαρίας αλλά και σε εκείνες της ευρύτερης περιφέρειας, από τη Ρουμανία, τη Σερβία και τη Β. Μακεδονία, έως την Ουγγαρία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία.